γαβγίζειγα-βγί-ζει ρ. (αμτβ.) {γάβγι-σε, γαβγίζ-οντας}: (για σκύλο) βγάζει τη χαρακτηριστική του φωνή (γαβ): ~ στις γάτες/στους ξένους. Πβ. αλυχτά. Βλ. γρυλ-, νιαουρ-ίζει. ΣΥΝ. υλακτεί ● γαβγίζω (μτφ.-μειωτ.): μιλώ άγρια και επιθετικά: Σταμάτα επιτέλους να ~εις (= φωνάζεις) κι άκουσέ με! Πβ. γκαρίζω, ουρλιάζω. ● ΦΡ.: σκυλί/σκύλος που γαβγίζει, δεν δαγκώνει & σκυλί/σκύλο που γαβγίζει, μην το(ν) φοβάσαι (παροιμ.): για κάποιον που εκδηλώνει την οργή του με φωνές και απειλές, αλλά δεν προβαίνει σε βίαιες ενέργειες. Βλ. σιγανό ποτάμι. [< μεσν. γαβγίζω]
κρέαςκρέ-ας ουσ. (ουδ.) {κρέ-ατος | -ατα, -άτων} 1. σάρκα σφαγμένου ζώου ως τροφή του ανθρώπου: αλεσμένο (= κιμάς)/άνοστο/άπαχο (βλ. φιλέτο)/άψητο/βιολογικό/βραστό/καπνιστό/κατεψυγμένο/κοκκινιστό/κρύο (βλ. πατέ)/λιπαρό/μισοψημένο (βλ. σενιάν)/νωπό/σιτεμένο/σκληρό/τηγανητό (βλ. κεφτές)/τρυφερό/φρέσκο/ψητό/ωμό ~. Άσπρο (: από πουλερικά, χοιρινό, κουνέλι ή ψάρι)/κόκκινο (: αρνίσιο, βοδινό, κατσικίσιο, μοσχαρίσιο, πρόβειο)/μαύρο (βλ. κυνήγι) ~. Βιομηχανία/εμπόριο/ζωμός/τεχνολογία ~ατος. Εισαγόμενα/επεξεργασμένα (βλ. αλλαντικά)/κονσερβοποιημένα/ντόπια ~ατα. (ΜΑΓΕΙΡ.) Βράζω/μαρινάρω/ψήνω (το) ~. ~ με πατάτες. ~ στα κάρβουνα/στην κατσαρόλα/στο φούρνο. Μαλακό ~ χωρίς κόκαλο (βλ. ψαχνό). ~ γαρνιρισμένο με λαχανικά. Η θρεπτική αξία του ~ατος. Κατασχέθηκαν ακατάλληλα/αλλοιωμένα/σάπια ~ατα. Βλ. σφάγιο. 2. (προφ.) το σύνολο των μυών και του λίπους του ανθρώπινου σώματος: πλαδαρό/σφιχτό ~. Δεν έχει/βάζει/πιάνει ~ πάνω του (= είναι αδύνατος). ● Υποκ.: κρεατάκι (το) ● ΦΡ.: ένα μάτσο κρέας & (σπάν.) σκέτο κρέας (προφ.): για άνθρωπο παχύ και νωθρό και κατ' επέκτ. χωρίς αισθήματα. Πβ. λαπάς., το φτηνό το κρέας το τρώνε οι σκύλοι (παροιμ.): για κάτι που είναι κατώτερης ποιότητας και επομένως άχρηστο., του έκανε τα μούτρα/τη μούρη κρέας (προφ.) 1. (συνήθ. ειρων.) τον ντρόπιασε. Πβ. εξευτελίζω, θίγω, προσβάλλω. 2. τον χτύπησε άγρια: (απειλητ.) Θα σου κάνω ~ ~ (= θα σε σπάσω/μαυρίσω στο ξύλο)!, βαφτίζει το κρέας ψάρι βλ. βαφτίζω, είναι νύχι-κρέας/σαν το νύχι με το κρέας βλ. νύχι [< αρχ. κρέας]
πίταπί-τα ουσ. (θηλ.) 1. ΜΑΓΕΙΡ. ψητό φαγητό ή γλυκό, συνήθ. με φύλλο ζύμης και γέμιση από διάφορα υλικά: σπιτική/χωριάτικη ~. Αλμυρές/ατομικές/γλυκές/νηστίσιμες/παραδοσιακές/χειροποίητες ~ες. ~ με σπανάκι (= σπανακόπιτα)/με τυρί (= τυρόπιτα). Βλ. -πιτα, μπουγάτσα, πεϊνιρλί, πιροσκί, τάρτα. 2. ΜΑΓΕΙΡ. πρόχειρο αρτοσκεύασμα, με πλατύ και στρογγυλό σχήμα, το οποίο ψήνεται και τρώγεται με γέμιση ή ως συνοδευτικό: αλάδωτη/τυλιχτή ~. ~ καλαμάκι/λουκάνικο/μπιφτέκι (βλ. κεμπάπ)/σουβλάκι. Γύρος με ~ (= πιτόγυρο). Αραβικές (: αραβικό ψωμί)/κυπριακές/μεξικάνικες (βλ. μπουρίτο, τορτίγια) ~ες. Βλ. γιαουρτλού, περέκ. 3. ΖΑΧΑΡ. (ειδικότ.) βασιλόπιτα. 4. (μτφ.) καθετί από το οποίο επιδιώκεται ποσοστό, λόγω του οικονομικού κυρ. κέρδους που συνεπάγεται: Μάχη των κομμάτων για την εκλογική ~. Κατέχουν μεγάλο μερίδιο στην ~ της εξουσίας/τηλεθέασης. 5. ΣΤΑΤΙΣΤ. γράφημα με τη μορφή κύκλου χωρισμένου σε τμήματα, που το μέγεθος του καθενός ποικίλλει ανάλογα με το ποσοστό με το οποίο κάθε μέρος συμμετέχει στο σύνολο. Πβ. κυκλικό διάγραμμα. ● Υποκ.: πιτάκι (το): ~ια καλαμποκιού/με κιμά. Τηγανητά ~ια. Βλ. κασερο~, κοτο~, κρεατο~, λουκανικο~, (σπανακο)τυρο~., πιταράκι (το), πιτούλα (η): στις σημ. 1,2. ● ΣΥΜΠΛ.: μοίρασμα/μοιρασιά της πίτας: διανομή αγαθών, κερδών ή αρμοδιοτήτων: Έμειναν έξω από τη ~ ~ των μεγάλων έργων. ● ΦΡ.: από πίτα που δεν τρως, τι σε νοιάζει/μέλει κι αν καεί (παροιμ.): δεν χρειάζεται να ενδιαφέρεσαι για κάτι από το οποίο δεν πρόκειται να έχεις προσωπικό όφελος., γίνομαι/είμαι πίτα (μτφ.-προφ.) 1. χάνω την επαφή με την πραγματικότητα λόγω υπερβολικής μέθης ή χρήσης ναρκωτικών: Έγινε ~ (στο μεθύσι). ΣΥΝ. γίνομαι/είμαι στουπί/σκνίπα/φέσι/κουρούμπελο/λιώμα/ντέφι/ντίρλα/λιάρδα/κουνουπίδι 2. {στο γ' πρόσ.} ισοπεδώνομαι λόγω σφοδρής σύγκρουσης, καταστρέφομαι ολοσχερώς: Το αυτοκίνητο έγινε ~ (πβ. χαλκομανία). ΣΥΝ. γίνομαι λιώμα (1), και την πίτα ολόκληρη/σωστή/αφάγωτη και τον σκύλο χορτάτο (παροιμ.): για πρόσωπο που τα θέλει όλα δικά του, χωρίς απώλειες., κάνει κάτι πίτα: (συνήθ. για οχήματα) το πλακώνει ή συγκρούεται μαζί του και το καταστρέφει ολοσχερώς: Η νταλίκα έπεσε πάνω στο αυτοκίνητο και το έκανε ~., κομμάτι/μερίδιο από την πίτα & (σπάν.) από την τούρτα (μτφ.): ποσοστό, συνήθ. χρηματικό ποσό, που διεκδικεί κάποιος από το μοίρασμα ενός αγαθού: Απέσπασαν/επιθυμούν ~ ~ των επιδοτήσεων. Κέρδισε ~ ~ της αγοράς., πέσε πίτα να σε φάω (παροιμ.): όταν κάποιος περιμένει να γίνει κάτι από μόνο του, χωρίς να καταβάλει ο ίδιος καμία προσπάθεια: Η επιτυχία δεν είναι ~ ~, χρειάζεται πολλή δουλειά. , ξαναμοιράζω την πίτα βλ. ξαναμοιράζω [< μεσν. πίτα, πβ. αγγλ. pita (bread), 1946, γαλλ. ~, 1975, ιταλ. ~, 1990 4: αγγλ. pie 5: αγγλ. pie chart, 1922]
σκυλίσκυ-λί ουσ. (ουδ.) 1. (προφ.) ο αρσενικός ή θηλυκός σκύλος: άγριο/αδέσποτο/γέρικο/καθαρόαιμο/κυνηγετικό/λυσσασμένο/ψόφιο ~. ~ συντροφιάς/φύλαξης. ~ του δρόμου/καναπέ/σαλονιού. ~ ράτσας. Περιλαίμιο/τροφές για ~ιά. 2. (μτφ.-προφ.) άνθρωπος που χαρακτηρίζεται από μεγάλη δύναμη και αντοχή, ακαταπόνητος: Είναι ~ στη δουλειά του/της.|| (για πολύ ανθεκτικό μηχάνημα, συσκευή, όχημα) Πραγματικό/σκέτο ~. 3. (μτφ.-αργκό-μειωτ.) άσχημη συνήθ. γυναίκα με κακόγουστη, προκλητική εμφάνιση και συμπεριφορά. Πβ. σκύλα, σκυλομούρης. 4. (μτφ.-υβριστ.-παλαιότ.) άσπλαχνος, σκληρόκαρδος. ● Υποκ.: σκυλάκι (το): Πβ. κουτάβι. ● ΣΥΜΠΛ.: σκυλί μονάχο (μτφ.-προφ.): για πολύ σκληραγωγημένο άνθρωπο ή για ανθεκτικό μηχάνημα. ● ΦΡ.: γίνομαι σκυλί & γίνομαι σκύλος (σπάν.-μτφ.-προφ.): γίνομαι σκληρός, ανθεκτικός· θυμώνω, εξοργίζομαι: Πρέπει να γίνεις ~, να αντέχεις.|| Όταν μας αδικούν, γινόμαστε ~ιά, φωνάζουμε., κακό σκυλί ψόφο δεν έχει (παροιμ.): ο κακός, ο δύστροπος έχει γερή κράση: (ειρων.) Νομίσατε πως θα με ξεφορτωθείτε; ~ ~., πήγε/πέθανε/ψόφησε σαν το σκυλί στ' αμπέλι (λαϊκό): πέθανε χωρίς να τον φροντίσει κανείς, βρήκε ανάξιο ή άδικο θάνατο, είχε κακό τέλος., ρεζίλι των σκυλιών (εμφατ.): για κάποιον που ντροπιάζεται πολύ, εξευτελίζεται εντελώς: Έγινε ~ ~.|| Μας έκανε ~ ~ (: μας ρεζίλεψε)., σαν (το) σκυλάκι (προφ.): για υπάκουη, δουλική συμπεριφορά: Ακολουθεί το αφεντικό του ~ ~., σαν (το) σκυλί & σαν (τη) σκύλα (προφ.): σε εμφατικές εκφράσεις: Δουλεύει ~ ~ (= εντατικά, σκληρά). Σκοτώθηκε ~ ~ (= άδικα). Είναι πιστός ~ ~. Τρώγονται/τσακώνονται ~ τα ~ιά (= συνεχώς)., σαν δαρμένο σκυλί & (σπάν.) σαν δαρμένος σκύλος: ταπεινωμένος, προσβεβλημένος: Έφυγα ~ ~., τότε που δέναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα (μτφ.-προφ.): πέρασε η παλιά, καλή εποχή που υπήρχε ευμάρεια. Βλ. περίοδος/εποχή (των) ισχνών/παχιών αγελάδων., βασιλική διαταγή και τα σκυλιά δεμένα βλ. διαταγή, ο δρόμος είναι ανοιχτός και τα σκυλιά δεμένα βλ. δρόμος, παιδιά, σκυλιά βλ. παιδί, σκυλί/σκύλος που γαβγίζει, δεν δαγκώνει βλ. γαβγίζει, χάνει/δεν γνωρίζει ο σκύλος/το σκυλί τον αφέντη του βλ. αφέντης, αφέντρα [< μεσν. σκυλί]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ