Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σκώμμα [σκῶμμα] σκώμ-μα ουσ. (ουδ.) (λόγ.): πείραγμα, κοροϊδία: τα ~ατα των κωμικών. Πβ. αστεϊσμός, καζούρα, σαρκασμός, χλευασμός. Βλ. σάτιρα. [< αρχ. σκῶμμα]

σάτιρα

σάτιρα σά-τι-ρα ουσ. (θηλ.): λογοτεχνικό, θεατρικό, κινηματογραφικό έργο ή τηλεοπτική εκπομπή που διακωμωδεί με καυστικό τρόπο πρόσωπα και καταστάσεις της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής: ανελέητη/αποκαλυπτική/αριστοφανική/εύστοχη/κοινωνική/λεπτή/πικρή/πνευματώδης/πολιτική ~. Ανατρεπτική ~ με έξυπνους διαλόγους. ~ ηθών. Μιούζικαλ/μυθιστόρημα/ταινία που αποτελεί ~ της σύγχρονης ζωής. Τα όρια της ~ας. Κάνει ~. Πβ. διακωμώδηση, παρωδία. [< ιταλ. satira]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.