Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σμέρνα σμέρ-να ουσ. (θηλ.): ΙΧΘΥΟΛ. σαρκοφάγο, πολύ επιθετικό ψάρι (επιστ. ονομασ. Muraena helena) με φιδίσιο σώμα, χωρίς λέπια, που έχει εύγευστο κρέας. Βλ. χέλι. ΣΥΝ. μύραινα [< αρχ. σμύραινα]

χέλι

χέλι χέ-λι ουσ. (ουδ.): ΙΧΘΥΟΛ. σαρκοφάγο ψάρι του γλυκού νερού (επιστ. ονομασ. Anguilla anguilla), με μακρόστενο σώμα, όπως αυτό του φιδιού, γλοιώδες δέρμα, συνήθ. σκουρόχρωμη ράχη και ανοιχτόχρωμη κοιλιά: ηλεκτρικό/ηλεκτροφόρο ~. Βλ. άποδα, κυπρίνος, λάμπραινα, μουγγρί, σμέρνα.|| (ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ.) Καπνιστό ~.|| (μτφ.) Κορμί σαν ~ (: ευλύγιστο). Κολυμπά σαν ~. ● ΦΡ.: ξεγλιστρά/γλιστρά σαν (το) χέλι: ξεφεύγει με δεξιοτεχνία από δύσκολες ή επικίνδυνες καταστάσεις: Σε κρίσιμες ερωτήσεις, ~ ~ (: ελίσσεται, υπεκφεύγει). ~ησε ~ μέσα απ' τα χέρια της Αστυνομίας. [< γαλλ. glisser comme une anguille ] [< μεσν. χέλι]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.