σμέρνα σμέρ-να ουσ. (θηλ.): ΙΧΘΥΟΛ. σαρκοφάγο, πολύ επιθετικό ψάρι (επιστ. ονομασ. Muraena helena) με φιδίσιο σώμα, χωρίς λέπια, που έχει εύγευστο κρέας. Βλ. χέλι. ΣΥΝ. μύραινα [< αρχ. σμύραινα]
χέλι
χέλι χέ-λι ουσ. (ουδ.): ΙΧΘΥΟΛ. σαρκοφάγο ψάρι του γλυκού νερού (επιστ. ονομασ. Anguilla anguilla), με μακρόστενο σώμα, όπως αυτό του φιδιού, γλοιώδες δέρμα, συνήθ. σκουρόχρωμη ράχη και ανοιχτόχρωμη κοιλιά: ηλεκτρικό/ηλεκτροφόρο ~. Βλ. άποδα, κυπρίνος, λάμπραινα, μουγγρί, σμέρνα.|| (ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ.) Καπνιστό ~.|| (μτφ.) Κορμί σαν ~ (: ευλύγιστο). Κολυμπά σαν ~. ● ΦΡ.: ξεγλιστρά/γλιστρά σαν (το) χέλι: ξεφεύγει με δεξιοτεχνία από δύσκολες ή επικίνδυνες καταστάσεις: Σε κρίσιμες ερωτήσεις, ~ ~ (: ελίσσεται, υπεκφεύγει). ~ησε ~ μέσα απ' τα χέρια της Αστυνομίας. [< γαλλ. glisser comme une anguille ] [< μεσν. χέλι]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.