Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


μυρτιά

μυρτιά μυρ-τιά ουσ. (θηλ.) & (λαϊκό) σμυρτιά: ΒΟΤ. αρωματικός αειθαλής θάμνος (γένος Myrtus, κυρ. M. communis) με λεία, λογχοειδή φύλλα, άσπρα αρωματικά άνθη και μικρούς μελανούς καρπούς στρογγυλού σχήματος: ~ η κοινή.|| (συνεκδ.) Η πλατεία ήταν στολισμένη με δάφνες και ~ιές (= κλαδιά από ~). [< μεσν. μυρτιά < αρχ. μύρτος (ἡ), γαλλ. myrte, αγγλ. myrtle]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.