σνομπ επίθ./ουσ. {άκλ.}: άτομο που φέρεται υπεροπτικά και περιφρονητικά σε αυτούς που θεωρεί κυρ. κοινωνικά κατώτερούς του· η αντίστοιχη συμπεριφορά: ~ τύπος. Δεν θέλω να φανώ ~, αλλά ... Σιχαίνεται τους νεόπλουτους και τους ~. Πβ. ψώνιο.|| ~ αντιμετώπιση/βλέμμα/διάθεση. Πβ. αλαζόνας, επηρμένος, ξιπασμένος. [< αγγλ. snob, γαλλ. ~]
σνομπαρία σνο-μπα-ρί-α ουσ. (θηλ.) (προφ.-μειωτ.): το σύνολο των σνομπ ή ο σνομπ· η στάση και οι πράξεις του: Μαζεύτηκε όλη η ~ στο πάρτι. Είναι μεγάλη ~.|| Μας έφαγε η ~. Άσε τις ~ες!
σνομπάρισμα σνο-μπά-ρι-σμα ουσ. (ουδ.) (προφ.): η ενέργεια του σνομπάρω. Πβ. απαξίωση, περιφρόνηση. Βλ. -ισμα.
σνομπάρω σνο-μπά-ρω ρ. (μτβ.) {σνόμπαρ-α κ. σνομπάρ-ισα, -οντας} (προφ.): αντιμετωπίζω περιφρονητικά, δεν καταδέχομαι πρόσωπα ή καταστάσεις: Δεν αποδέχεται τη διαφορετικότητα και ~ει τους άλλους. Μη μας ~εις! (: μη μας αποφεύγεις, κοιτάς αφ' υψηλού, κρατάς σε απόσταση). ~σε επιδεικτικά τη γιορτή. Πβ. περιφρονώ, υποτιμώ. [< ιταλ. snobbare, 1931, γαλλ. snober, 1921]
σνομπισμός σνο-μπι-σμός ουσ. (αρσ.): στάση, συμπεριφορά που χαρακτηρίζει τον σνομπ: Δεν αντέχουν τον ~ό και το σταριλίκι. Μας αντιμετωπίζει με ~ό. Το έκανε από ~ό. Πβ. ακαταδεξιά, ελιτισμός, υπεροψία. Βλ. -ισμός. [< ιταλ. snobismo, γαλλ. snobisme]
-ισμα
-ισμα (προφ.): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων από ρήματα∙ δηλώνει ενέργεια ή το αποτέλεσμά της: αμπαλάρ~ (αμπαλάρω, βλ. αμπαλάζ)/καμουφλάρ~ (καμουφλάρω, βλ. καμουφλάζ)/ρετουσάρ~ (ρετουσάρω, βλ. ρετούς)/φρενάρ~ (φρενάρω).|| Κατρακύλ~ (κατρακυλώ).
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.