Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 5 εγγραφές  [0-5]


  • σνομπ επίθ./ουσ. {άκλ.}: άτομο που φέρεται υπεροπτικά και περιφρονητικά σε αυτούς που θεωρεί κυρ. κοινωνικά κατώτερούς του· η αντίστοιχη συμπεριφορά: ~ τύπος. Δεν θέλω να φανώ ~, αλλά ... Σιχαίνεται τους νεόπλουτους και τους ~. Πβ. ψώνιο.|| ~ αντιμετώπιση/βλέμμα/διάθεση. Πβ. αλαζόνας, επηρμένος, ξιπασμένος. [< αγγλ. snob, γαλλ. ~]
  • σνομπαρία σνο-μπα-ρί-α ουσ. (θηλ.) (προφ.-μειωτ.): το σύνολο των σνομπ ή ο σνομπ· η στάση και οι πράξεις του: Μαζεύτηκε όλη η ~ στο πάρτι. Είναι μεγάλη ~.|| Μας έφαγε η ~. Άσε τις ~ες!
  • σνομπάρισμα σνο-μπά-ρι-σμα ουσ. (ουδ.) (προφ.): η ενέργεια του σνομπάρω. Πβ. απαξίωση, περιφρόνηση. Βλ. -ισμα.
  • σνομπάρω σνο-μπά-ρω ρ. (μτβ.) {σνόμπαρ-α κ. σνομπάρ-ισα, -οντας} (προφ.): αντιμετωπίζω περιφρονητικά, δεν καταδέχομαι πρόσωπα ή καταστάσεις: Δεν αποδέχεται τη διαφορετικότητα και ~ει τους άλλους. Μη μας ~εις! (: μη μας αποφεύγεις, κοιτάς αφ' υψηλού, κρατάς σε απόσταση). ~σε επιδεικτικά τη γιορτή. Πβ. περιφρονώ, υποτιμώ. [< ιταλ. snobbare, 1931, γαλλ. snober, 1921]
  • σνομπισμός σνο-μπι-σμός ουσ. (αρσ.): στάση, συμπεριφορά που χαρακτηρίζει τον σνομπ: Δεν αντέχουν τον ~ό και το σταριλίκι. Μας αντιμετωπίζει με ~ό. Το έκανε από ~ό. Πβ. ακαταδεξιά, ελιτισμός, υπεροψία. Βλ. -ισμός. [< ιταλ. snobismo, γαλλ. snobisme]

-ισμα

-ισμα (προφ.): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων από ρήματα∙ δηλώνει ενέργεια ή το αποτέλεσμά της: αμπαλάρ~ (αμπαλάρω, βλ. αμπαλάζ)/καμουφλάρ~ (καμουφλάρω, βλ. καμουφλάζ)/ρετουσάρ~ (ρετουσάρω, βλ. ρετούς)/φρενάρ~ (φρενάρω).|| Κατρακύλ~ (κατρακυλώ).

-ισμός

-ισμός επίθημα αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει 1. ενέργεια, αποτέλεσμα: καταρτ~/μεταβολ~/πανηγυρ~/παραθερ~/συμψηφ~/υπνωτ~.|| Oραματ~/προβληματ~. 2. θεωρία, τέχνη: αγνωστικ~/δαρβιν~/δυϊσμός/ουμαν~/πλουραλ~/σχετικ~. Kαπιταλ~/κομμουν~/σοσιαλ~.|| (αρνητ.) Σκοταδ~.|| (κίνημα:) Δημοτικ~. Φεμιν~.|| (διδασκαλία:) Στωικ~/χριστιαν~. Μανιχα-ϊσμός.|| Κλασικ~/μινιμαλ~/ρεαλ~/ρομαντ~. 3. στάση, συμπεριφορά: αλτρου~.|| (συνήθ. μειωτ.) Αριβ~/ατομ~/εγω~/σοβιν~/στρουθοκαμηλ~/χαμαιλεοντ~/χαφιεδ~. 4. ενασχόληση, δραστηριότητα: αθλητ~/ακτιβ~/αλπιν~/προσκοπ~. 5. ΙΑΤΡ. πάθηση, νόσο: δαλτον~. 6. φαινόμενο: γεωτροπ~/ιον~.|| Γαλλ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.