σοβαρότητα σο-βα-ρό-τη-τα ουσ. (θηλ.) 1. αξιοπιστία, υπευθυνότητα, συνέπεια: απουσία/έλλειμμα ~ας. Του λείπει η ~/έχει χάσει τη ~ά του. Λίγη ~, παρακαλώ (: μην ενεργείτε πρόχειρα, απερίσκεπτα). Αντιμετωπίζω με ~ το ζήτημα. Χειρίζεται την υπόθεση με τη δέουσα ~. Δήλωσε με απόλυτη/κάθε ~ ότι ... (: χωρίς αστεία, σοβαρά). ΑΝΤ. ανευθυνότητα, επιπολαιότητα 2. (για κάτι δυσάρεστο, ανησυχητικό) κρισιμότητα ή βαρύτητα: η ~ της απειλής/του ατυχήματος/του εθισμού/της κατάστασης/του κινδύνου/των περιστάσεων/του προβλήματος (πβ. ένταση, οξύτητα). Πβ. επικινδυνότητα.|| Η ~ των αδικημάτων/της νόσου/της παράβασης/των συμπτωμάτων.3. σπουδαιότητα, σημαντικότητα: η ~ της αποστολής/του εγχειρήματος/του ζητήματος/του λόγου/της στιγμής/της υπόθεσης. Βλ. -ότητα. [< μτγν. σοβαρότης, αγγλ. seriousness]
-ότητα
-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη).2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.