Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σολφέζ σολ-φέζ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΜΟΥΣ. μέθοδος φωνητικών ασκήσεων για την εκμάθηση των φθογγόσημων και των ήχων που αντιπροσωπεύουν, καθώς και τον προσδιορισμό της μεταξύ τους απόστασης στη διατονική κλίμακα και συνεκδ. βιβλίο με αντίστοιχες ασκήσεις για εξάσκηση: Έχει κάνει σπουδές πιάνου και ~. Δυσκολεύτηκαν στο ~. [< γαλλ. solfège]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.