Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σουλουπώνω σου-λου-πώ-νω ρ. (μτβ.) {σουλούπω-σα, -θηκα, -μένος, σουλουπών-οντας} (προφ.): οργανώνω και τακτοποιώ κάτι, ώστε να αποκτήσει καλύτερη μορφή: ~σαν τα παλιά κτίρια. Πβ. ευπρεπίζω. Βλ. τακτοποιώ. ΣΥΝ. συμμορφώνω (3) ● Παθ.: σουλουπώνομαι: περιποιούμαι τον εαυτό μου, βελτιώνω το παρουσιαστικό μου: Σουλουπώσου λίγο, έτσι θα βγεις έξω; Περίμενε να ~θώ λιγάκι. ΣΥΝ. συγυρίζομαι

τακτοποιώ

τακτοποιώ [τακτοποιῶ] τα-κτο-ποι-ώ ρ. (μτβ.) {τακτοποι-είς ..., -ώντας | τακτοποί-ησα, -ήσει, -ούμαι, -ήθηκα, -ηθεί, -ούμενος, -ημένος} & (προφ.) ταχτοποιώ 1. συμμαζεύω, νοικοκυρεύω: ~ τα πράγματα/τα συρτάρια. ~ τα βιβλία σε στοίβες. ~ημένο: γραφείο/δωμάτιο (ΑΝΤ. ακατάστατο).|| ~ το αρχείο. Πβ. οργανώνω.|| (κατ' επέκτ.) ~ησε τα μαλλιά σου (= φτιάξε), γιατί πετάνε. Βλ. σουλουπώνω.|| ~ήθηκα (= βολεύτηκα, εγκαταστάθηκα) στο καινούργιο σπίτι. Βλ. -ποιώ. 2. κανονίζω, ρυθμίζω, διευθετώ: ~ ακάλυπτες επιταγές/λογαριασμούς/οικονομικές εκκρεμότητες/φορολογικές υποχρεώσεις. Η οφειλή θα ~ηθεί εντός δύο μηνών. Πβ. εξοφλώ, πληρώνω.|| ~ τις τελευταίες λεπτομέρειες. Το θέμα/πρόβλημα ~ήθηκε. Απόλυτα ~ημένη ζωή.|| ~ησε (= εξασφάλισε) τα παιδιά του. Πβ. αποκαθιστώ.|| (αρνητ. συνυποδ.) ~ησε τον γιο του στο Δημόσιο (πβ. διορίζω). Πβ. βολεύω, χώνω. 3. (απειλητ.) συνετίζω με επίπληξη ή τιμωρία: Άσε και θα τον ~ήσω (= θα του δείξω, θα τον φτιάξω) εγώ, να μάθει άλλη φορά! ΣΥΝ. περιποιούμαι (3), συγυρίζω (2) [< γαλλ. mettre en ordre, arranger]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.