σουλουπώνω σου-λου-πώ-νω ρ. (μτβ.) {σουλούπω-σα, -θηκα, -μένος, σουλουπών-οντας} (προφ.): οργανώνω και τακτοποιώ κάτι, ώστε να αποκτήσει καλύτερη μορφή: ~σαν τα παλιά κτίρια. Πβ. ευπρεπίζω. Βλ. τακτοποιώ. ΣΥΝ. συμμορφώνω (3) ● Παθ.: σουλουπώνομαι: περιποιούμαι τον εαυτό μου, βελτιώνω το παρουσιαστικό μου: Σουλουπώσου λίγο, έτσι θα βγεις έξω; Περίμενε να ~θώ λιγάκι. ΣΥΝ. συγυρίζομαι
τακτοποιώ
τακτοποιώ [τακτοποιῶ] τα-κτο-ποι-ώ ρ. (μτβ.) {τακτοποι-είς ..., -ώντας | τακτοποί-ησα, -ήσει, -ούμαι, -ήθηκα, -ηθεί, -ούμενος, -ημένος} & (προφ.) ταχτοποιώ 1. συμμαζεύω, νοικοκυρεύω: ~ τα πράγματα/τα συρτάρια. ~ τα βιβλία σε στοίβες. ~ημένο: γραφείο/δωμάτιο (ΑΝΤ. ακατάστατο).|| ~ το αρχείο. Πβ. οργανώνω.|| (κατ' επέκτ.) ~ησε τα μαλλιά σου (= φτιάξε), γιατί πετάνε. Βλ. σουλουπώνω.|| ~ήθηκα (= βολεύτηκα, εγκαταστάθηκα) στο καινούργιο σπίτι. Βλ. -ποιώ.2. κανονίζω, ρυθμίζω, διευθετώ: ~ ακάλυπτες επιταγές/λογαριασμούς/οικονομικές εκκρεμότητες/φορολογικές υποχρεώσεις. Η οφειλή θα ~ηθεί εντός δύο μηνών. Πβ. εξοφλώ, πληρώνω.|| ~ τις τελευταίες λεπτομέρειες. Το θέμα/πρόβλημα ~ήθηκε. Απόλυτα ~ημένη ζωή.|| ~ησε (= εξασφάλισε) τα παιδιά του. Πβ. αποκαθιστώ.|| (αρνητ. συνυποδ.) ~ησε τον γιο του στο Δημόσιο (πβ. διορίζω). Πβ. βολεύω, χώνω.3. (απειλητ.) συνετίζω με επίπληξη ή τιμωρία: Άσε και θα τον ~ήσω (= θα του δείξω, θα τον φτιάξω) εγώ, να μάθει άλλη φορά! ΣΥΝ. περιποιούμαι (3), συγυρίζω (2) [< γαλλ. mettre en ordre, arranger]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.