Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σουρντίνα σουρ-ντί-να ουσ. (θηλ.) & σορντίνα: ΜΟΥΣ. εξάρτημα μουσικών οργάνων, κατάλληλο για την ελάττωση της έντασης του ήχου: ~ βιολιού/τρομπέτας. Βλ. πεντάλ. [< γαλλ. sourdine]

πεντάλ

πεντάλ πε-ντάλ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & πεντάλι 1. μηχανισμός, εξάρτημα το οποίο λειτουργεί με πίεση που ασκείται από το πόδι και συνήθ. θέτει σε λειτουργία άλλο μηχανισμό: αυτόματο/μηχανικό ~. ~ γκαζιού/ποδηλάτου/συμπλέκτη/φρένου. Αφήνω/πατώ το ~. ΣΥΝ. πετάλι, ποδόπληκτρο 2. ΜΟΥΣ. μοχλός μουσικού οργάνου που πιέζεται με το πόδι και συμβάλλει στη ρύθμιση του ήχου: ~ του εκκλησιαστικού οργάνου/πιάνου. Βλ. σουρντίνα. [< γαλλ. pédale]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.