σουσού [σουσοῦ] σου-σού ουσ. (θηλ.) (οικ.): για γυναίκα που συμπεριφέρεται επιδεικτικά σαν αριστοκράτισσα ή σπανιότ. για κορίτσι που μιμείται το παραπάνω φέρσιμο. Βλ. -ού1. [< γαλλ. chouchou]
σουσούμι σου-σού-μι ουσ. (ουδ.) {συνήθ. στον πληθ.} (λαϊκό) 1. ξεχωριστό γνώρισμα ή σημάδι: ~ του προσώπου του είναι μια ελιά στο μάγουλο. Έχει πάρει τα ~ια (: χαρακτηριστικά) των γονιών του.2. παρατσούκλι. [< μεσν. σουσούμι(ν)]
σουσουράδα σου-σου-ρά-δα ουσ. (θηλ.) 1. ΟΡΝΙΘ. μικρό ωδικό μεταναστευτικό πτηνό (οικογ. Motacillidae) που έχει χαρακτηριστικά στενή και μακριά ουρά την οποία κουνά πάνω κάτω. Βλ. εδαφόβιος, κελαδά. ΣΥΝ. τσιλιβήθρα (2) 2. (μτφ.-χαϊδευτ.) νεαρή κοπέλα ή κορίτσι με ναζιάρικη και φιλάρεσκη συμπεριφορά. Βλ. τσαχπίνης. ● Υποκ.: σουσουραδίτσα (η) [< μεσν. σουσουράδα]
σούσουρο σού-σου-ρο ουσ. (ουδ.) 1. (μτφ.) έντονη και συνήθ. αρνητική φημολογία: Έγινε μεγάλο ~ για ... Έχει προκαλέσει ~ με τις πράξεις του. Πβ. θόρυβος, ντόρος, σάλος. Βλ. σκάνδαλο.2. χαμηλόφωνη ταυτόχρονη ομιλία· ψιθύρισμα: Τον ενοχλούσε το ~ που γινόταν έξω στους δρόμους. [< ιταλ. sussurro]
εδαφόβιος
εδαφόβιος, α, ο [ἐδαφόβιος] ε-δα-φό-βι-ος επίθ.: ΟΙΚΟΛ. που ζει στο έδαφος: ~α: πουλιά (π.χ. κορυδαλλός, ορτύκι, πέρδικα, σουσουράδα). Βλ. -βιος, δενδρόβιος.
-ίστικος
-ίστικος, η, ο (προφ.): επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει χαρακτηριστικό που είναι σχετικό ή παρεμφερές με ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: αγορ~/κουκλ~/παλικαρ~ (πβ. -ίσιος). Βλ. -ιάτικος.|| (συνήθ. μειωτ.) Aκαταλαβ~/γεροντ~/δασκαλ~/δημοσιοσχετ~/διανοουμεν~/δικηγορ~/εξυπνακ~/θεατριν~/κοροϊδ~/κουτσομπολ~/μεγαλ~/μπακαλ~.
-ού1
-ού1 {-ούδες} (λαϊκό) θηλυκό επίθημα 1. ουσιαστικών που δηλώνουν επάγγελμα ή χαρακτηριστικό: κοπτοραπτ~ (= κοπτοράπτ-ρια)/προπατζ~/ψιλικατζ~.|| (προφ.) Καμωματ~.|| (μειωτ.) Σουρλουλ~.2. (διαλεκτ.-λαϊκό) κύριων ονομάτων, παράγωγων από το βαφτιστικό του ανδρός: Μιχαλ~. Βλ. -αινα.|| Μυλων~ (: η γυναίκα του μυλωνά). Βλ. -ίνα, -ισσα.
σκάνδαλο
σκάνδαλο σκάν-δα-λο ουσ. (ουδ.) {σκανδάλ-ου} & (σπάν.-προφ.) σκάνταλο: καθετί (πράξη, ενέργεια, γεγονός, συμπεριφορά, κατάσταση) που θεωρείται νομικά ή ηθικά κατακριτέο και προκαλεί σοκ, δυσμένεια, αποδοκιμασία· το αίσθημα ή γενικότ. οι αντιδράσεις που προκαλούνται από αυτό: αθλητικό/δημόσιο/διαβόητο/διατροφικό/εξοπλιστικό/ερωτικό/καραμπινάτο/οικονομικό/περιβαλλοντικό/πολιτικό/πολύκροτο/ροζ (= σεξουαλικό ~)/χρηματιστηριακό ~. ~ κατασκοπείας/παιδεραστίας/υποκλοπών/χρηματισμού. Αποκάλυψη/διαλεύκανση/(ΝΟΜ.) πρόκληση/συγκάλυψη ~ου. Δημιουργήθηκε/ξέσπασε ~. Εμπλέκεται σε ~. Αυτό κι αν είναι ~! Το μεγαλύτερο ~ στην ιστορία των τραπεζών. Το θέμα παίρνει διαστάσεις ~ου. Στη δίνη (των) ~ων. Βλ. απάτη, παρανομία.|| (ως παραθετικό σύνθ.) Απόφαση-~. Γυναίκα-~ (= θηλυκός πειρασμός). Πρόταση-~. Υπόθεση-~.|| Ταινία που προκάλεσε ~. Φοβήθηκε το ~. Πβ. κατακραυγή, σάλος. Βλ. γουοτεργκέιτ. ● ΣΥΜΠΛ.: η πέτρα του σκανδάλου βλ. πέτρα [< μτγν. σκάνδαλον, γαλλ. scandale, αγγλ. scandal]
τσαχπίνης
τσαχπίνης, α, ικο τσαχ-πί-νης επίθ. (προφ.): που έχει ζωηρότητα, χάρη και κάνει καμώματα, για να κερδίσει την προσοχή των άλλων: ~α: γυναίκα (= ναζιάρα, παιχνιδιάρα, σκερτσόζα).|| (ως ουσ.) Γλυκιά ~α. ΣΥΝ. τσαχπινιάρης [< τουρκ. çapkin]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.