Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 5 εγγραφές  [0-5]


  • σουσού [σουσοῦ] σου-σού ουσ. (θηλ.) (οικ.): για γυναίκα που συμπεριφέρεται επιδεικτικά σαν αριστοκράτισσα ή σπανιότ. για κορίτσι που μιμείται το παραπάνω φέρσιμο. Βλ. -ού1. [< γαλλ. chouchou]
  • σουσουδίστικος , η, ο σου-σου-δί-στι-κος επίθ. (προφ.): σνομπ, υπεροπτικός: ~ο: ύφος. Βλ. -ίστικος.
  • σουσούμι σου-σού-μι ουσ. (ουδ.) {συνήθ. στον πληθ.} (λαϊκό) 1. ξεχωριστό γνώρισμα ή σημάδι: ~ του προσώπου του είναι μια ελιά στο μάγουλο. Έχει πάρει τα ~ια (: χαρακτηριστικά) των γονιών του. 2. παρατσούκλι. [< μεσν. σουσούμι(ν)]
  • σουσουράδα σου-σου-ρά-δα ουσ. (θηλ.) 1. ΟΡΝΙΘ. μικρό ωδικό μεταναστευτικό πτηνό (οικογ. Motacillidae) που έχει χαρακτηριστικά στενή και μακριά ουρά την οποία κουνά πάνω κάτω. Βλ. εδαφόβιος, κελαδά. ΣΥΝ. τσιλιβήθρα (2) 2. (μτφ.-χαϊδευτ.) νεαρή κοπέλα ή κορίτσι με ναζιάρικη και φιλάρεσκη συμπεριφορά. Βλ. τσαχπίνης. ● Υποκ.: σουσουραδίτσα (η) [< μεσν. σουσουράδα]
  • σούσουρο σού-σου-ρο ουσ. (ουδ.) 1. (μτφ.) έντονη και συνήθ. αρνητική φημολογία: Έγινε μεγάλο ~ για ... Έχει προκαλέσει ~ με τις πράξεις του. Πβ. θόρυβος, ντόρος, σάλος. Βλ. σκάνδαλο. 2. χαμηλόφωνη ταυτόχρονη ομιλία· ψιθύρισμα: Τον ενοχλούσε το ~ που γινόταν έξω στους δρόμους. [< ιταλ. sussurro]

εδαφόβιος

εδαφόβιος, α, ο [ἐδαφόβιος] ε-δα-φό-βι-ος επίθ.: ΟΙΚΟΛ. που ζει στο έδαφος: ~α: πουλιά (π.χ. κορυδαλλός, ορτύκι, πέρδικα, σουσουράδα). Βλ. -βιος, δενδρόβιος.

-ίστικος

-ίστικος, η, ο (προφ.): επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει χαρακτηριστικό που είναι σχετικό ή παρεμφερές με ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: αγορ~/κουκλ~/παλικαρ~ (πβ. -ίσιος). Βλ. -ιάτικος.|| (συνήθ. μειωτ.) Aκαταλαβ~/γεροντ~/δασκαλ~/δημοσιοσχετ~/διανοουμεν~/δικηγορ~/εξυπνακ~/θεατριν~/κοροϊδ~/κουτσομπολ~/μεγαλ~/μπακαλ~.

-ού1

-ού1 {-ούδες} (λαϊκό) θηλυκό επίθημα 1. ουσιαστικών που δηλώνουν επάγγελμα ή χαρακτηριστικό: κοπτοραπτ~ (= κοπτοράπτ-ρια)/προπατζ~/ψιλικατζ~.|| (προφ.) Καμωματ~.|| (μειωτ.) Σουρλουλ~. 2. (διαλεκτ.-λαϊκό) κύριων ονομάτων, παράγωγων από το βαφτιστικό του ανδρός: Μιχαλ~. Βλ. -αινα.|| Μυλων~ (: η γυναίκα του μυλωνά). Βλ. -ίνα, -ισσα.

σκάνδαλο

σκάνδαλο σκάν-δα-λο ουσ. (ουδ.) {σκανδάλ-ου} & (σπάν.-προφ.) σκάνταλο: καθετί (πράξη, ενέργεια, γεγονός, συμπεριφορά, κατάσταση) που θεωρείται νομικά ή ηθικά κατακριτέο και προκαλεί σοκ, δυσμένεια, αποδοκιμασία· το αίσθημα ή γενικότ. οι αντιδράσεις που προκαλούνται από αυτό: αθλητικό/δημόσιο/διαβόητο/διατροφικό/εξοπλιστικό/ερωτικό/καραμπινάτο/οικονομικό/περιβαλλοντικό/πολιτικό/πολύκροτο/ροζ (= σεξουαλικό ~)/χρηματιστηριακό ~. ~ κατασκοπείας/παιδεραστίας/υποκλοπών/χρηματισμού. Αποκάλυψη/διαλεύκανση/(ΝΟΜ.) πρόκληση/συγκάλυψη ~ου. Δημιουργήθηκε/ξέσπασε ~. Εμπλέκεται σε ~. Αυτό κι αν είναι ~! Το μεγαλύτερο ~ στην ιστορία των τραπεζών. Το θέμα παίρνει διαστάσεις ~ου. Στη δίνη (των) ~ων. Βλ. απάτη, παρανομία.|| (ως παραθετικό σύνθ.) Απόφαση-~. Γυναίκα-~ (= θηλυκός πειρασμός). Πρόταση-~. Υπόθεση-~.|| Ταινία που προκάλεσε ~. Φοβήθηκε το ~. Πβ. κατακραυγή, σάλος. Βλ. γουοτεργκέιτ. ● ΣΥΜΠΛ.: η πέτρα του σκανδάλου βλ. πέτρα [< μτγν. σκάνδαλον, γαλλ. scandale, αγγλ. scandal]

τσαχπίνης

τσαχπίνης, α, ικο τσαχ-πί-νης επίθ. (προφ.): που έχει ζωηρότητα, χάρη και κάνει καμώματα, για να κερδίσει την προσοχή των άλλων: ~α: γυναίκα (= ναζιάρα, παιχνιδιάρα, σκερτσόζα).|| (ως ουσ.) Γλυκιά ~α. ΣΥΝ. τσαχπινιάρης [< τουρκ. çapkin]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.