Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σούργελο σούρ-γε-λο ουσ. (ουδ.) (προφ.) : πρόσωπο με γελοία συμπεριφορά που γίνεται αντικείμενο κοροϊδίας: Είναι λίγο/μεγάλο ~ ο τύπος (βλ. είναι για τα πανηγύρια). Έγινε ~ (= γελοιοποιήθηκε). Πβ. νούμερο.

είναι

είναι [εἶναι] εί-ναι ουσ. (ουδ.) 1. ψυχή, ψυχισμός: Έδωσε/συμμετείχε με όλο της το ~. 2. (μτφ.) ό,τι πιο σημαντικό στη ζωή κάποιου: Είσαι το ~ (= η ζωή) μου! 3. ΦΙΛΟΣ. η πραγματικότητα· η αληθινή υπόσταση ενός όντος: φαίνεσθαι και ~. ΑΝΤ. γίγνεσθαι (2) [< αρχ. εἶναι, γερμ. Sein, γαλλ. être]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.