Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σπάργανα σπάρ-γα-να ουσ. (ουδ.) (τα) (παλαιότ.): μακριές και πλατιές υφασμάτινες ταινίες με τις οποίες περιτύλιγαν τα μωρά κατά τους πρώτους μήνες της ζωής τους. Πβ. φασκιά. ● ΦΡ.: στα σπάργανα/γεννοφάσκια (μτφ.): σε πολύ πρώιμο στάδιο: Ο θεσμός βρίσκεται ~ ~ά του. [< αρχ. σπάργανον]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.