Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 5 εγγραφές  [0-5]


  • σπίρτο σπίρ-το ουσ. (ουδ.) 1. μικρό λεπτό κομμάτι ξύλου (ή χαρτονιού), επικαλυμμένο με εύφλεκτη χημική ουσία στην κεφαλή, το οποίο αναφλέγεται με τριβή σε σκληρή ή χημικά επεξεργασμένη επιφάνεια: αναμμένο/καμένο/σβηστό ~. Η φλόγα του ~ου. Διαφημιστικά ~α. Ένα κουτί ~α (= σπιρτόκουτο). Πβ. πυρείο. Βλ. αναπτήρας. 2. (μτφ.-προφ.) πολύ έξυπνος άνθρωπος: Είναι ~ στη Φυσική. (ειρων.) Μπράβο, σκέτο ~ είσαι. Πβ. ξεφτέρι, σαΐνι, σπίθα, τσακάλι, τσακμάκι. ΑΝΤ. στουρνάρι (1) 3. (αργκό) οινόπνευμα και κυρ. κάθε δυνατό αλκοολούχο ποτό. || (ΧΗΜ.) ~ του άλατος (= το υδροχλωρικό οξύ). ● ΣΥΜΠΛ.: σπίρτο μοναχό/αναμμένο (μτφ.-προφ.): πανέξυπνος άνθρωπος. [< ιταλ. spirito ‘οινόπνευμα’]
  • σπιρτόζικος , η, ο σπιρ-τό-ζι-κος επίθ. (οικ.): που σχετίζεται με τον σπιρτόζο: ~η: ιστορία/κωμωδία. ~ο: πνεύμα/ύφος/χιούμορ. ● επίρρ.: σπιρτόζικα
  • σπιρτόζος , α, -ικο σπιρ-τό-ζος επίθ. (οικ.): πνευματώδης και χαριτωμένος: ~ικο: βλέμμα (= έξυπνο).|| (για πρόσ.) Είναι ~α και κοινωνική. Πβ. εύστροφος. Βλ. -όζος. [< ιταλ. spiritoso]
  • σπιρτόκουτο σπιρ-τό-κου-το ουσ. (ουδ.): μικρό, χάρτινο, ορθογώνιο κουτί που περιέχει σπίρτα. Βλ. -κουτο.|| (μτφ.) Διαμέρισμα σαν ~. Βλ. κλουβί.
  • σπιρτόξυλο σπιρ-τό-ξυ-λο ουσ. (ουδ.) 1. μικρό λεπτό κομμάτι ξύλου από το οποίο είναι κατασκευασμένο το σπίρτο και συνεκδ. το ίδιο το σπίρτο. 2. (μτφ.) υπερβολικά αδύνατος. Πβ. τσιλιβήθρα.

αναπτήρας

αναπτήρας [ἀναπτήρας] α-να-πτή-ρας ουσ. (αρσ.): συσκευή που παράγει μικρή φλόγα με σπινθήρα: ~ αυτοκινήτου/βενζίνης/υγραερίου. Ανάβω το γκαζάκι/τσιγάρο με τον ~α. Έχεις ~α (= φωτιά); Πβ. ζίπο, τσακμάκι. Βλ. σπίρτο, -τήρας. ● Υποκ.: αναπτηράκι (το) [< γερμ. Anzünder]

κλουβί

κλουβί κλου-βί ουσ. (ουδ.) {κλουβ-ιού} 1. περιφραγμένη κατασκευή με πλέγμα ή κάγκελα, μέσα στην οποία ζουν σε συνθήκες εγκλεισμού ζώα ή πουλιά: ~ για κουνέλια/χάμστερ. ~ εκτροφής. Η ταΐστρα του ~ιού (: σε ~ για πουλιά).|| ~ μεταφοράς σκύλων. Βλ. κλούβα, τεράριουμ. 2. (μτφ.) περιορισμένος χώρος που δίνει την εντύπωση κελιού ή φυλακής: (κ. ως παραθετικό σύνθ.) διαμέρισμα/δωμάτιο-~. Πβ. κουτί. ● Υποκ.: κλουβάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: χρυσό κλουβί βλ. χρυσός ● ΦΡ.: το κλουβί με τις τρελές/τους τρελούς (μτφ.): χώρος όπου επικρατούν παράλογες καταστάσεις., σαν αγρίμι/θηρίο/λιοντάρι στο κλουβί βλ. αγρίμι [< μεσν. κλουβί(ν)]

-κουτο & -κούτι

-κουτο & -κούτι: το ουσιαστικό κουτί ως β' συνθετικό λέξεων: σπιρτό-κουτο/χαρτό~. Κονσερβο-κούτι.|| Χαζο-κούτι (: η τηλεόραση).

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.