σπίρτο σπίρ-το ουσ. (ουδ.) 1. μικρό λεπτό κομμάτι ξύλου (ή χαρτονιού), επικαλυμμένο με εύφλεκτη χημική ουσία στην κεφαλή, το οποίο αναφλέγεται με τριβή σε σκληρή ή χημικά επεξεργασμένη επιφάνεια: αναμμένο/καμένο/σβηστό ~. Η φλόγα του ~ου. Διαφημιστικά ~α. Ένα κουτί ~α (= σπιρτόκουτο). Πβ. πυρείο. Βλ. αναπτήρας. 2. (μτφ.-προφ.) πολύ έξυπνος άνθρωπος: Είναι ~ στη Φυσική. (ειρων.) Μπράβο, σκέτο ~ είσαι. Πβ. ξεφτέρι, σαΐνι, σπίθα, τσακάλι, τσακμάκι. ΑΝΤ. στουρνάρι (1) 3. (αργκό) οινόπνευμα και κυρ. κάθε δυνατό αλκοολούχο ποτό. || (ΧΗΜ.) ~ του άλατος (= το υδροχλωρικό οξύ). ● ΣΥΜΠΛ.: σπίρτο μοναχό/αναμμένο (μτφ.-προφ.): πανέξυπνος άνθρωπος. [< ιταλ. spirito ‘οινόπνευμα’]
σπιρτόζικος , η, ο σπιρ-τό-ζι-κος επίθ. (οικ.): που σχετίζεται με τον σπιρτόζο: ~η: ιστορία/κωμωδία. ~ο: πνεύμα/ύφος/χιούμορ. ● επίρρ.: σπιρτόζικα
σπιρτόζος , α, -ικο σπιρ-τό-ζος επίθ. (οικ.): πνευματώδης και χαριτωμένος: ~ικο: βλέμμα (= έξυπνο).|| (για πρόσ.) Είναι ~α και κοινωνική. Πβ. εύστροφος. Βλ. -όζος. [< ιταλ. spiritoso]
σπιρτόκουτο σπιρ-τό-κου-το ουσ. (ουδ.): μικρό, χάρτινο, ορθογώνιο κουτί που περιέχει σπίρτα. Βλ. -κουτο.|| (μτφ.) Διαμέρισμα σαν ~. Βλ. κλουβί.
σπιρτόξυλο σπιρ-τό-ξυ-λο ουσ. (ουδ.) 1. μικρό λεπτό κομμάτι ξύλου από το οποίο είναι κατασκευασμένο το σπίρτο και συνεκδ. το ίδιο το σπίρτο. 2. (μτφ.) υπερβολικά αδύνατος. Πβ. τσιλιβήθρα.
αναπτήρας
αναπτήρας [ἀναπτήρας] α-να-πτή-ρας ουσ. (αρσ.): συσκευή που παράγει μικρή φλόγα με σπινθήρα: ~ αυτοκινήτου/βενζίνης/υγραερίου. Ανάβω το γκαζάκι/τσιγάρο με τον ~α. Έχεις ~α (= φωτιά); Πβ. ζίπο, τσακμάκι. Βλ. σπίρτο, -τήρας. ● Υποκ.: αναπτηράκι (το) [< γερμ. Anzünder]
κλουβί
κλουβί κλου-βί ουσ. (ουδ.) {κλουβ-ιού} 1. περιφραγμένη κατασκευή με πλέγμα ή κάγκελα, μέσα στην οποία ζουν σε συνθήκες εγκλεισμού ζώα ή πουλιά: ~ για κουνέλια/χάμστερ. ~ εκτροφής. Η ταΐστρα του ~ιού (: σε ~ για πουλιά).|| ~ μεταφοράς σκύλων. Βλ. κλούβα, τεράριουμ.2. (μτφ.) περιορισμένος χώρος που δίνει την εντύπωση κελιού ή φυλακής: (κ. ως παραθετικό σύνθ.) διαμέρισμα/δωμάτιο-~. Πβ. κουτί. ● Υποκ.: κλουβάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: χρυσό κλουβί βλ. χρυσός ● ΦΡ.: το κλουβί με τις τρελές/τους τρελούς (μτφ.): χώρος όπου επικρατούν παράλογες καταστάσεις., σαν αγρίμι/θηρίο/λιοντάρι στο κλουβί βλ. αγρίμι [< μεσν. κλουβί(ν)]
-κουτο & -κούτι
-κουτο & -κούτι: το ουσιαστικό κουτί ως β' συνθετικό λέξεων: σπιρτό-κουτο/χαρτό~. Κονσερβο-κούτι.|| Χαζο-κούτι (: η τηλεόραση).
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.