Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σπειροχαίτη σπει-ρο-χαί-τη ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. γένος gram αρνητικών βακτηρίων (τάξη Spirochaetales) με χαρακτηριστική σπειροειδή μορφή, τα οποία είναι παθογόνα στους ανθρώπους και τα ζώα: ωχρά ~ (επιστ. ονομασ. Treponema pallidum = σύφιλη). Βλ. λεπτόσπειρα, τρεπόνημα. [< γαλλ. spirochète, αγγλ. spirochete]

λεπτόσπειρα

λεπτόσπειρα λε-πτό-σπει-ρα ουσ. (θηλ.) & λεπτοσπείρα: ΒΙΟΛ. βακτήριο (επιστ. ονομασ. Leptospira interrogans) που προκαλεί τη λεπτοσπείρωση. Βλ. σπειροχαίτη. [<γαλλ. leptospire, 1945, αγγλ. leptospire, 1952]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  info@academyofathens.gr

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.