Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σπιθοβολά [σπιθοβολᾷ] σπι-θο-βο-λά ρ. (αμτβ.) {σπιθοβολ-ά κ. -εί, -ώντας} & σπιθοβολάει ΣΥΝ. σπιθίζει, σπινθηρίζει 1. βγάζει σπίθες: ~ η φωτιά. Πβ. σπινθηροβολεί. 2. (μτφ.) φεγγοβολά: ~ το βλέμμα. Βλ. -βολώ. [< μεσν. σπιθοβολώ]

-βολώ

-βολώ& -βολάω: επίθημα ρημάτων που δηλώνει 1. (επιτατ.) σταθερό χαρακτηριστικό ή επαναλαμβανόμενη ενέργεια: μοσχο~/σπινθηρο~/φεγγο~/φωτο~.|| Γεννο~. 2. ρίψη, πέταγμα: αγκυρο~/πετρο~/πυρο~. Βλ. -βολία, -βόλος.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.