Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σπινθηροβόλος , ος, ο σπιν-θη-ρο-βό-λος επίθ. 1. (μτφ.) έξυπνος, ευφυής, πνευματώδης: ~ο: βλέμμα/πνεύμα. Βλ. -βόλος. 2. (σπάν.) που φωτοβολεί, λαμποκοπά: ~ο: λευκό. [< μτγν. σπινθηροβόλος, γαλλ. étincelant]

-βόλος

-βόλος επίθημα λέξεων∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. {-ος/α, -ο} εκπέμπει κάτι: κεραυνο~/σπινθηρο~/φωτο~. 2. {-ος, -ο} ρίχνει, πετά κάτι: (ουσιαστικοπ.) δισκο~/σφαιρο~/σφυρο~.|| Πολυ-/φλογο-βόλο. Βλ. -βολία, -βολώ.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.