σπονδυλωτός , ή, ό σπον-δυ-λω-τός επίθ. (μτφ.): που αποτελείται από ξεχωριστά μέρη, τα οποία όμως έχουν συνοχή μεταξύ τους: ~ή: ιστορία/παράσταση/σάτιρα/ταινία. ~ό: αφήγημα/έργο/μυθιστόρημα.|| ~ή: δομή (π.χ. μαθημάτων)/μορφή. (ΜΗΧΑΝ.) ~ή: αρχιτεκτονική/κατασκευή. ~οί: κίονες. Βλ. αρθρωτός. ● Ουσ.: σπονδυλωτά (τα): ΖΩΟΛ. υποσυνομοταξία των χορδωτών που περιλαμβάνει ζώα τα οποία έχουν σπονδυλική στήλη και ραχιαίο κεντρικό νευρικό σύστημα (ψάρια, αμφίβια, ερπετά, πτηνά και θηλαστικά): θαλάσσια/υδρόβια/χερσαία ~.|| (ως επίθ.) ~οί: οργανισμοί. ΣΥΝ. σπονδυλόζωα ΑΝΤ. ασπόνδυλα [< γαλλ. vertébrés] [< γαλλ. vertébré]
αρθρωτός
αρθρωτός, ή, ό [ἀρθρωτός] αρ-θρω-τός επίθ. 1. που απαρτίζεται από τμήματα συνδεδεμένα μεταξύ τους με αρθρώσεις: ~ός: άξονας/βραχίονας/μηχανισμός/σκελετός/σύνδεσμος. ~ή: βάση/γέφυρα/κατασκευή/σχεδίαση. ~ό: καπάκι/λεωφορείο (ΣΥΝ. διπλό, πβ. φυσαρμόνικα). Ψευδοροφές ~ής τοποθέτησης. Πβ. πτυσσόμενος.|| (μτφ.) ~ό σύστημα εκπαίδευσης.2. ΠΛΗΡΟΦ. (για υλικό ή λογισμικό) που αποτελείται από αυτοτελείς υπομονάδες ή ενότητες, ώστε το σύνολο να μην επηρεάζεται από μεταβολές σε κάποια από αυτές: ~ός: προγραμματισμός. ~ή: αρχιτεκτονική/δομή.3. που αρθρώνεται γλωσσικά, έναρθρος: ~ός: λόγος. [< 1,3: γαλλ. articulé 2: αγγλ. modular, 1936]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.