Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σπονδυλωτός , ή, ό σπον-δυ-λω-τός επίθ. (μτφ.): που αποτελείται από ξεχωριστά μέρη, τα οποία όμως έχουν συνοχή μεταξύ τους: ~ή: ιστορία/παράσταση/σάτιρα/ταινία. ~ό: αφήγημα/έργο/μυθιστόρημα.|| ~ή: δομή (π.χ. μαθημάτων)/μορφή. (ΜΗΧΑΝ.) ~ή: αρχιτεκτονική/κατασκευή. ~οί: κίονες. Βλ. αρθρωτός. ● Ουσ.: σπονδυλωτά (τα): ΖΩΟΛ. υποσυνομοταξία των χορδωτών που περιλαμβάνει ζώα τα οποία έχουν σπονδυλική στήλη και ραχιαίο κεντρικό νευρικό σύστημα (ψάρια, αμφίβια, ερπετά, πτηνά και θηλαστικά): θαλάσσια/υδρόβια/χερσαία ~.|| (ως επίθ.) ~οί: οργανισμοί. ΣΥΝ. σπονδυλόζωα ΑΝΤ. ασπόνδυλα [< γαλλ. vertébrés] [< γαλλ. vertébré]

αρθρωτός

αρθρωτός, ή, ό [ἀρθρωτός] αρ-θρω-τός επίθ. 1. που απαρτίζεται από τμήματα συνδεδεμένα μεταξύ τους με αρθρώσεις: ~ός: άξονας/βραχίονας/μηχανισμός/σκελετός/σύνδεσμος. ~ή: βάση/γέφυρα/κατασκευή/σχεδίαση. ~ό: καπάκι/λεωφορείο (ΣΥΝ. διπλό, πβ. φυσαρμόνικα). Ψευδοροφές ~ής τοποθέτησης. Πβ. πτυσσόμενος.|| (μτφ.) ~ό σύστημα εκπαίδευσης. 2. ΠΛΗΡΟΦ. (για υλικό ή λογισμικό) που αποτελείται από αυτοτελείς υπομονάδες ή ενότητες, ώστε το σύνολο να μην επηρεάζεται από μεταβολές σε κάποια από αυτές: ~ός: προγραμματισμός. ~ή: αρχιτεκτονική/δομή. 3. που αρθρώνεται γλωσσικά, έναρθρος: ~ός: λόγος. [< 1,3: γαλλ. articulé 2: αγγλ. modular, 1936]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.