Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σπονδύλωση σπον-δύ-λω-ση ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. πάθηση της σπονδυλικής στήλης, η οποία χαρακτηρίζεται από πόνο και ακαμψία των αρθρώσεών της: αυχενική/οσφυϊκή ~. Πβ. σπονδυλαρθρίτιδα. Βλ. ρευματισμοί. [< αγγλ. spondylosis]

ρευματισμοί

ρευματισμοί [ῥευματισμοί] ρευ-μα-τι-σμοί ουσ. (αρσ.) (οι) {σπανιότ. στον εν. ρευματισμός}: ΙΑΤΡ. πάθηση που χαρακτηρίζεται από πόνο στις αρθρώσεις, στους μυς και σε άλλους ιστούς: παραμορφωτικοί/φλεγμονώδεις ~. Με πιάνουν ~. Πάσχει/υποφέρει από ~ούς. Χρόνιος/ψυχογενής ~ός. Βλ. (οστεο)αρθρίτιδα. [< αρχ. ῥευματισμός ‘εκροή, σωματικό υγρό’, γαλλ. rhumatisme, αγγλ. rheumatism]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.