σπουδαιολογώ [σπουδαιολογῶ] σπου-δαι-ο-λο-γώ ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {σπουδαιολογ-είς ..., -ώντας | σπουδαιολόγ-ησε, -ήσει} (λόγ.): μιλώ με σοβαρότητα για ασήμαντα θέματα: Όλο ~εί και τίποτα δεν λέει. Βλ. -λογώ. [< αρχ. σπουδαιολογῶ 'αναπτύσσω σοβαρά επιχειρήματα']
-λογώ
-λογώ{παθ. -ούμαι κ. (προφ.) -ιέμαι} επίθημα ρημάτων με τη σημασία του 1. μιλώ, εκφράζομαι, κρίνω: δευτερο-λογώ/μελλοντο~/μονο~.|| Ακριβο-λογώ/αοριστο~/γενικο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αισχρο-λογώ/θριαμβο~/κακο~/πολυ~.|| Aξιο-λογώ/πιθανο~.2. αποδίδω, (καθ)ορίζω: χρησμο-λογώ (πβ. -δοτώ).|| Bαθμο-λογώ/δασμο~/κοστο~/τιμο~/φορο~.3. μαζεύω, συλλέγω, συγκεντρώνω: κορφο-λογώ.|| Ανθο-λογώ/σταχυο~.|| Ναυτο-λογώ/στρατο~.4. (προφ.) κάνω κάτι με ένταση ή διάρκεια, έχω μια συνήθεια: τραβο-λογώ/χαζο~/χαϊδο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Μπεκρο-λογώ.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.