Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • σπριντ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. ΑΘΛ. αγώνας (δρόμου ή ποδηλάτου) που είναι μικρής διάρκειας και πολύ γρήγορος ή η ταχύτητα που αναπτύσσει ο αθλητής στην τελευταία φάση της κούρσας: Πρωταθλήτρια των ~. Τελικό ~. Ομαδικό ~ εφήβων. Βλ. κανόε-καγιάκ, τζόκινγκ. 2. (μτφ.) γρήγορο τρέξιμο για μικρή απόσταση, όταν κάποιος βιάζεται να πάει κάπου. [< αγγλ. sprint]
  • σπρίντερ σπρί-ντερ ουσ. (αρσ. + θηλ.) {άκλ.}: ΑΘΛ. αθλητής και ειδικότ. δρομέας ή ποδηλάτης που συμμετέχει σε αγώνες ταχύτητας (σπριντ). Πβ. κατοστάρης. [< αγγλ. sprinter]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.