Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 4 εγγραφές  [0-4]


  • σπυρί σπυ-ρί ουσ. (ουδ.) {σπυρ-ιών} 1. {συνήθ. στον πληθ.} μικρό εξάνθημα ή φουσκάλα του δέρματος, συνήθ. με πύο(ν): εξάλειψη/θεραπεία ~ιών. Το πρόσωπό του ήταν γεμάτο ~ιά. Μη σπας τα ~ιά σου. Βλ. ακμή, καλόγερος, μπιμπίκι, σπιθούρι, φαγέσωρες.|| (μτφ.) Κακό ~ (= σοβαρό πρόβλημα). 2. (προφ.) σπόρος φυτών και ιδ. δημητριακών: το ~ του σιταριού. Πβ. κόκκος, κουκιά. ● Υποκ.: σπυράκι (το): κυρ. στη σημ. 1. [< 15ος αι.] ● ΣΥΜΠΛ.: σπυρί-σπυρί & σπυρί σπυρί: λίγο-λίγο: ~ ~ μάζεψαν την περιουσία. Πβ. σιγά-σιγά. ● ΦΡ.: βγάζω/πετάω σπυριά & καντήλες/φλύκταινες: εξοργίζομαι, ενοχλούμαι υπερβολικά: ~ει ~ όποτε τον βλέπει. Πβ. μου ανάβουν τα λαμπάκια, μου γυρίζει/μου ανακατεύεται το στομάχι/μου γυρίζουν τ' άντερα., κακό σπυρί να βγάλεις!: (ως κατάρα) να σου συμβεί κάτι κακό! Βλ. καρκίνος. [< μεσν. σπυρί]
  • σπυριάζω σπυ-ριά-ζω ρ. (αμτβ.) {σπύρια-σα, -σμένος} 1. γεμίζω, βγάζω σπυριά: ~σμένο: δέρμα. 2. (μτφ.) εκνευρίζομαι, εξοργίζομαι: ~ει κάθε φορά που μιλάει μαζί της.
  • σπυριάρης , α, ικο σπυ-ριά-ρης επίθ. (μειωτ.): που είναι γεμάτος σπυριά, συνήθ. στο πρόσωπο: ~ης: έφηβος.|| (ως ουσ.) Νεαροί ~ηδες. ● ΣΥΜΠΛ.: σπυριάρα μπάλα (αργκό): η μπάλα του μπάσκετ.
  • σπυριάρικος , η, ο σπυ-ριά-ρι-κος επίθ. (προφ.): που έχει γεμίσει σπυριά: ~ο: μάγουλο/πρόσωπο.

ακμή

ακμή [ἀκμή] ακ-μή ουσ. (θηλ.) 1. {χωρ. πληθ.} το απόγειο της ανάπτυξης, της ισχύος, άνθιση: οικονομική/πνευματική/πολιτιστική ~. Η ~ της αυτοκρατορίας/της πόλης/του τόπου. Περίοδος ~ής και αίγλης. Σημειώθηκε ~ στα γράμματα/στo εμπόριo/στις τέχνες. Βρίσκεται/φτάνει στη μέγιστη ~/στην ~ της δόξας/της ηλικίας/της σταδιοδρομίας του. Η χώρα γνώρισε μεγάλη ~. Πβ. αποκορύφωμα, ζενίθ, κολοφώνας, κορύφωση, μεσουράνημα. ΑΝΤ. μαρασμός (1), παρακμή 2. ΙΑΤΡ. {χωρ. πληθ.} δερματοπάθεια, συνήθ. της εφηβείας, λόγω φλεγμονής των σμηγματογόνων αδένων, που εκδηλώνεται με εξανθήματα: εφηβική/κοινή ή νεανική/κυστική ~. ~ στο πρόσωπο/στο σώμα. Έξαρση/μαύρα στίγματα/ουλές ~ής. Δέρμα με τάση ~ής. Φάρμακο κατά της ~ής. Έχει ~ (= μπιμπίκια, σπυράκια). 3. ΓΕΩΜ. {συνήθ. στον πληθ.} ευθεία γραμμή τομής δύο επιπέδων· γενικότ. κάθε οξύ, κοφτερό άκρο ή πλευρά: μήκος ~ής. ~ γραφήματος/κύβου. Οξείες/παράλληλες/τέμνουσες/τετραγωνισμένες ~ές. Οκτάεδρο με δώδεκα ~ές.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Κόμβοι που ενώνονται με ~ές (βλ. γράφος).|| Στρογγυλεμένες ~ές των σκαλιών. Πβ. κόψη. ● ΣΥΜΠΛ.: ροδόχρους ακμή βλ. ροδόχρους ● ΦΡ.: επί ξυρού ακμής (λόγ.): στην κόψη του ξυραφιού, σε πολύ κρίσιμο ή επικίνδυνο σημείο: ~ ~ η αγορά καυσίμων/η οικονομία. Η ανθρωπότητα/η ειρήνη/το θέμα βρίσκεται ~ ~. [< 1: αρχ. ἀκμή 2: αγγλ. acne, γαλλ. acné 3: αγγλ. edge]

καρκίνος

καρκίνος καρ-κί-νος ουσ. (αρσ.) 1. ΙΑΤΡ. κακοήθης όγκος που προκαλείται από ανεξέλεγκτο κυτταρικό πολλαπλασιασμό σε μια περιοχή του σώματος, αναπτύσσεται γρήγορα, εμποδίζοντας τη φυσιολογική λειτουργία του συγκεκριμένου μέρους του οργανισμού και συχνά κάνει μεταστάσεις: επιθετικός/μεταστατικός~. ~  του αίματος (βλ. λευχαιμία)/δέρματος (βλ. μελάνωμα)/εγκεφάλου/της ουροδόχου κύστης. ~ (του) ήπατος (: κυρ. λόγω ηπατίτιδας ή κίρρωσης)/λάρυγγα (βλ. αμίαντος)/μαστού (βλ. ταμοξιφένη)/παγκρέατος/παχέος εντέρου/πνεύμονα (κυρ. λόγω του καπνίσματος)/προστάτη/στομάχου (βλ. καρκινοειδές). (Οικογενειακό) ιστορικό ~ου. Εμβόλιο κατά του ~ου (του τραχήλου της μήτρας). Ανίχνευση/διάγνωση (βλ. αξονική/μαγνητική τομογραφία, βιοψία, καρκινικοί δείκτες)/εκδήλωση/εμφάνιση ~ου. Αντιμετώπιση (βλ. γαστρ-, κυστ-, ογκ-, προστατ-εκτομή)/θεραπεία (βλ. ορμονο-, ραδιο-, χημειο-θεραπεία, κυτταροστατικά)/καταπολέμηση/πρόληψη (βλ. μαστογραφία, Παπ τεστ) του ~ου. Έχει/της βρήκαν ~ο στις ωοθήκες. Έχασε την άνιση μάχη με τον ~ο (= την επάρατη νόσο). Νικημένος από τον ~. Πβ. κακοήθεια. Βλ. επιθηλίωμα, νεόπλασμα, νευροβλάστωμα, ογκοκατασταλτικά (γονίδια), πολυφαινόλες, σάρκωμα.|| (κατ' επέκτ.) ~ της ελιάς (= καρκίνωση). 2. (μτφ.) αρνητικό φαινόμενο με ταχεία εξέλιξη και εξάπλωση και βλαβερές επιπτώσεις: ο ~ της βίας. Πβ. καρκίνωμα, πληγή. 3. ΑΣΤΡΟΝ.-ΑΣΤΡΟΛ. (συνήθ. με κεφαλ. το αρχικό Κ) αστερισμός του βορείου ημισφαιρίου· το τέταρτο από τα ζώδια του ζωδιακού κύκλου (21 Ιουνίου-22 Ιουλίου) μεταξύ Διδύμων και Λέοντος· συνεκδ. ο αστρολογικός χαρακτηρισμός του προσώπου που έχει γεννηθεί αυτή την περίοδο: (ΑΣΤΡΟΛ.) Η Σελήνη στον ~ο. Με ωροσκόπο ~ο.|| Είναι ~. Βλ. τα ζώδια του νερού. 4. ΖΩΟΛ. (επίσ.) κάβουρας. ● ΣΥΜΠΛ.: Τροπικός του Καρκίνου βλ. τροπικός ● ΦΡ.: μου έβγαλε/έχει βγάλει τον καρκίνο (προφ.-εμφατ.): με ταλαιπώρησε πολύ: Μου έβγαλε ~ μέχρι να το καταλάβει! Αυτό το μηχάνημα μου έχει βγάλει ~! Πβ. μου άλλαξε/μου έβγαλε τον αδόξαστο/την πίστη/την Παναγία. [< 1,4: αρχ. καρκίνος 2: γαλλ.-αγγλ. cancer 3: μτγν. ~]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.