σπόρι σπό-ρι ουσ. (ουδ.): (μτφ.-μειωτ.) μικρόσωμος ή νεαρός. Πβ. ζούδι, πιτσιρίκι. ● σπόρια (τα) 1. σπόροι καρπών: ~ καρπουζιού/πεπονιού. Βλ. πολυ~.2. οι ηλιόσποροι, ως ξηροί καρποί, ή ο πασατέμπος. ● Υποκ.: σποράκι (το) [< γαλλ. spore]
σποριά σπο-ριά ουσ. (θηλ.) (ιδιωμ.): το αυλάκι που σπέρνει ο σπορέας σε μία διαδρομή.
σποριάς σπο-ριάς ουσ. (αρσ.) 1. (με κεφαλ. το αρχικό Σ) (λαϊκό) ο Νοέμβρης (ως ο μήνας της σποράς). 2. (σπάν.-ιδιωμ.) σπορέας.
σπόριο σπό-ρι-ο ουσ. (ουδ.) {σπορίου}: ΒΟΤ.-ΒΙΟΛ. κύτταρο το οποίο πολλαπλασιάζεται με μονογονική αναπαραγωγή και αναπτύσσεται σε βακτήρια, μύκητες, πρωτόζωα και πράσινα φυτά. Βλ. σπορόφυτο. [< γαλλ.-αγγλ. spore]
σπορόφυτο
σπορόφυτο σπο-ρό-φυ-το ουσ. (ουδ.): ΒΟΤ. φυτικός οργανισμός που παράγει σπόρια ενός είδους κατά τη διπλοειδή φάση του αναπαραγωγικού κύκλου φυτών που εμφανίζουν εναλλαγή γενεών και ειδικότ. των σπερματόφυτων και των πτεριδόφυτων. Βλ. -φυτο. [< αγγλ.-γαλλ. sporophyte]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.