Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 4 εγγραφές  [0-4]


  • σπόρι σπό-ρι ουσ. (ουδ.): (μτφ.-μειωτ.) μικρόσωμος ή νεαρός. Πβ. ζούδι, πιτσιρίκι.σπόρια (τα) 1. σπόροι καρπών: ~ καρπουζιού/πεπονιού. Βλ. πολυ~. 2. οι ηλιόσποροι, ως ξηροί καρποί, ή ο πασατέμπος. ● Υποκ.: σποράκι (το) [< γαλλ. spore]
  • σποριά σπο-ριά ουσ. (θηλ.) (ιδιωμ.): το αυλάκι που σπέρνει ο σπορέας σε μία διαδρομή.
  • σποριάς σπο-ριάς ουσ. (αρσ.) 1. (με κεφαλ. το αρχικό Σ) (λαϊκό) ο Νοέμβρης (ως ο μήνας της σποράς). 2. (σπάν.-ιδιωμ.) σπορέας.
  • σπόριο σπό-ρι-ο ουσ. (ουδ.) {σπορίου}: ΒΟΤ.-ΒΙΟΛ. κύτταρο το οποίο πολλαπλασιάζεται με μονογονική αναπαραγωγή και αναπτύσσεται σε βακτήρια, μύκητες, πρωτόζωα και πράσινα φυτά. Βλ. σπορόφυτο. [< γαλλ.-αγγλ. spore]

σπορόφυτο

σπορόφυτο σπο-ρό-φυ-το ουσ. (ουδ.): ΒΟΤ. φυτικός οργανισμός που παράγει σπόρια ενός είδους κατά τη διπλοειδή φάση του αναπαραγωγικού κύκλου φυτών που εμφανίζουν εναλλαγή γενεών και ειδικότ. των σπερματόφυτων και των πτεριδόφυτων. Βλ. -φυτο. [< αγγλ.-γαλλ. sporophyte]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.