Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • στέγαστρο στέ-γα-στρο ουσ. (ουδ.) (λόγ.): είδος στέγης που σκεπάζει υπαίθριο χώρο και συνεκδ. ο αντίστοιχος χώρος: κινητό/μεταλλικό/σταθερό ~. ~ αρχαιολογικού χώρου/αυτοκινήτου/εξωτερικής πόρτας/κερκίδων/κολυμβητηρίου/σταδίου. ~α προστασίας/σκίασης. Πβ. σκέπαστρο.|| Περίμενε στο ~ της στάσης του λεωφορείου. Πβ. υπόστεγο. Βλ. -τρο. [< αρχ. στέγαστρον]

-τρο

-τρο & -τρό: επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών∙ δηλώνει 1. εργαλείο, αντικείμενο με συγκεκριμένη χρήση ή λειτουργία: φλόγισ~. Σκέπασ~/στέγασ~. 2. χρηματικό ποσό που καταβάλλεται για παροχή υπηρεσιών: ασφάλισ~/κόμισ~. 3. κατάσταση, ιδιότητα που προκαλεί κάποιο έντονο συναίσθημα: γόη~/φόβη~. 4. τόπο: θέα~/θέρε~. Λου-τρό.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.