Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • στέγη στέ-γη ουσ. (θηλ.) 1. κατασκευή που καλύπτει ένα κτίσμα στο πάνω μέρος του, προστατεύοντάς το από τις εξωτερικές συνθήκες: αεριζόμενη/ασφαλής/γυάλινη/δίριχτη/επικλινής/επίπεδη (βλ. ταράτσα)/ετοιμόρροπη/θολωτή/μεταλλική/ξύλινη ~. (ΟΙΚΟΛ.) Πράσινη ~ (= ταρατσόκηπος). ~ από λαμαρίνα/από πέτρα/με κεραμίδια. ~ με σοφίτα. Κλιμακωτές ~ες. Η ~ της αποθήκης/της οικοδομής/του σπιτιού (βλ. οροφή, ταβάνι). Αποκατάσταση/επισκευή/κατασκευή/(θερμο)μόνωση/στεγανοποίηση ~ης. Εργασίες/πρόσβαση στη ~. Ανεβαίνω στη ~. Η ~ κατέπεσε/κατέρρευσε. Η ~ μπάζει νερά. Βλ. πρόστεγο. ΣΥΝ. σκεπή 2. (συνεκδ.) σπίτι, κατοικία ή χώρος εργασίας και γενικότ. ένταξης και δράσης: επιχειρηματική/θεατρική (: το θέατρο και κατ΄επέκτ. ο θίασος)/ιδιόκτητη/κομματική/μουσική/πατρική (= το πατρικό)/ποδοσφαιρική/πολιτιστική/σχολική/φοιτητική (: γκαρσονιέρες, δυάρια)/φτηνή ~. Επίδομα/πρόβλημα ~ης. Αγορά/ανέγερση/έλλειψη/εξασφάλιση/εύρεση/παροχή ~ης. Δικαίωμα για αξιοπρεπή ~. Έμεινε χωρίς ~ (βλ. άστεγος). Ο σύλλογος απέκτησε τη δική του ~. Μονάδες φιλοξενίας για οικονομικούς μετανάστες προσφέρουν ~ (πβ. διαμονή, κατάλυμα· βλ. άσυλο, καταφύγιο).|| (στην επωνυμία εταιρειών, ιδρυμάτων, συλλόγων:) Παιδική/Φιλολογική ~. ~ Ανηλίκων/Αστέγων/Ηλικιωμένων/Κακοποιημένης Γυναίκας/Πολιτισμού. ● ΣΥΜΠΛ.: επαγγελματική στέγη: χώρος κατάλληλος για την άσκηση ελεύθερου επαγγέλματος: μόνιμη ~ ~. Αναζήτηση/δάνειο/ενοικίαση/μεταφορά ~ής ~ης. Μετατροπή κατοικίας σε ~ ~. Βλ. έδρα., πολιτική στέγη: (για πολιτική οργάνωση ή κόμμα) χώρος πολιτικής ένταξης και δράσης: αναζήτηση νέας ~ής ~ης (: κατόπιν διαγραφής από κάποιο κόμμα). Δεν μπόρεσαν να συνυπάρξουν υπό κοινή ~ ~., συζυγική στέγη: ΝΟΜ. η κατοικία του παντρεμένου ζευγαριού: εγκατάλειψη ~ής ~ης. Αποχώρησε/έφυγε από τη ~ ~. Επέστρεψε στη ~ ~., εναλλακτική στέγη βλ. εναλλακτικός, οικογενειακή εστία/στέγη βλ. οικογενειακός ● ΦΡ.: (ζουν) κάτω από την ίδια στέγη: για άτομα που μένουν στο ίδιο σπίτι: Έχουν πάρει διαζύγιο, αλλά εξακολουθούν και ζουν ~ ~.|| (μτφ.) ~ ~ οι δυο γνωστοί ηθοποιοί/τραγουδιστές και τη φετινή σεζόν. [< αρχ. στέγη, γαλλ. toit, maison]

άσυλο

άσυλο [ἄσυλο] ά-συ-λο ουσ. (ουδ.) {ασύλ-ου} 1. ασφάλεια, προστασία από επικείμενο κίνδυνο που παρέχεται σε χώρο απαραβίαστο, ιερό: διπλωματικό ~. Ο θεσμός του ~ου. Άρση/διαδικασία ~ου. Βρίσκω/δίνω/ζητώ/παρέχω/προσφέρω/χορηγώ ~. Επικαλούμαι/καταλύω/καταργώ/παραβιάζω το ~. Το δικαίωμα του ~ου. Βλ. ασυλία. 2. φιλανθρωπικό ή και νοσηλευτικό ίδρυμα για άτομα που δεν μπορούν να αυτοσυντηρηθούν ή γενικότ. να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους: ψυχιατρικό ~. ~ για γέροντες (= γηροκομείο)/παιδιά.|| ~ αστέγων/ζώων. Βλ. αποκούμπι, καταφύγιο, λιμάνι. ● ΣΥΜΠΛ.: οικογενειακό άσυλο/άσυλο κατοικίας: ΝΟΜ. ο συνταγµατικά προστατευόµενος ιδιωτικά φυσικός χώρος του ανθρώπου, στον οποίο απαγορεύεται κάθε παρέµβαση, είσοδος ή παραμονή χωρίς την άδεια ή παρά τη θέληση του ενοίκου, με εξαίρεση περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος και στις οποίες είναι απαραίτητη η παρουσία εισαγγελικής Αρχής· το απαραβίαστο της οικίας κάποιου: παραβίαση ~ού ~ου. Το ~ ~ και η προστασία της ιδιωτικής ζωής/τα ατομικά δικαιώματα., πανεπιστημιακό άσυλο & ακαδημαϊκό άσυλο: ΝΟΜ. απαγόρευση εισόδου αστυνομικών Αρχών και κρατικών οργάνων στους χώρους του πανεπιστημίου χωρίς έγκριση της Συγκλήτου: κατάργηση του ~ού ~ου (2011). Βλ. ακαδημαϊκή ελευθερία., πολιτικό άσυλο: ΝΟΜ. επίσημη κρατική προστασία σε αλλοδαπό, που διώκεται λόγω πολιτικών φρονημάτων ή γενικότ. αδυνατεί να ζήσει στη χώρα του, λόγω της πολιτικής κατάστασης που επικρατεί σ' αυτή: αίτηση ~ού ~ου. Πήρε ~ ~. [< γαλλ. asile politique , αγγλ. political asylum] , αιτητής ασύλου βλ. αιτητής, Άσυλο Ανιάτων βλ. ανίατος [< 1: αρχ. ἄσυλον, γαλλ. asile, αγγλ. asylum]

έδρα

έδρα [ἕδρα] έ-δρα ουσ. (θηλ.) {εδρ-ών} 1. τόπος ή κτίριο όπου λειτουργεί ή στεγάζεται μόνιμα η διοίκηση Αρχής ή νομικού προσώπου: η ~ των Ηνωμένων Εθνών/του ΝΑΤΟ. Η νόμιμη ~ της τράπεζας. Η ιστορική έδρα του δήμου ... Το νησί αποτελεί διοικητική ~ του Πανεπιστημίου. Η ~ (: τα κεντρικά γραφεία) της επιχείρησης/του ιδρύματος/του ομίλου. Έχει ως επαγγελματική ~ την οικία της. (για νομικό πρόσωπο) Η καταστατική ~ (: που ορίζεται από το καταστατικό) και η πραγματική ~ (: όπου πράγματι λειτουργεί η διοίκηση).|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Επισκοπική ~. Η ~ του Πατριαρχείου (= πατριαρχική ~).|| (προφ.) Επιστρέψαμε στην ~ μας (= στον τόπο διαμονής). Πβ. βάση. 2. (μτφ.) θέση ή αξίωμα δημόσιου λειτουργού σε ένα σώμα· κυρ. καθεμία από τις βουλευτικές θέσεις τις οποίες έχει μια εκλογική περιφέρεια ή κερδίζει ένα κόμμα στις εκλογές· (ειδικότ.-παλαιότ.) θέση καθηγητή σε ανώτερο ή ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα: Προκήρυξη για την πλήρωση μιας ~ας τακτικού μέλους της Ακαδημίας Αθηνών. Δικαστική ~. (περιληπτ., το σύνολο των δικαστών σε μια δίκη:) H ~ αποφάσισε κατά πλειοψηφία ότι ... Ο εισαγγελέας της ~ας.|| Κοινοβουλευτική ~. Απόλυτη πλειοψηφία ~ών στη Βουλή. Κατανομή ~ών. Η αναλογικότητα ψήφων-~ών. Το κόμμα έχασε συνολικά ... ~ες.|| Πανεπιστημιακή ~. Πβ. θώκος. 3. ΑΘΛ. το γήπεδο μιας ομάδας· συνεκδ. το σύνολο των οπαδών της που παρευρίσκονται σε αυτό και η ατμόσφαιρα που δημιουργούν κατά τη διεξαγωγή ενός αγώνα, ως παράγοντες που επηρεάζουν την έκβασή του: απόρθητη (: για ανίκητη ομάδα στους εντός του γηπέδου της αγώνες)/ουδέτερη (: που δεν είναι το γήπεδο καμιάς από τις αγωνιζόμενες ομάδες)/φυσική ~. Νικήσαμε/χάσαμε στην ~ μας.|| Γερή/δύσκολη/σκληρή ~.|| (προφ.) Διαιτητής που παίζει/σφυρίζει ~ (: μεροληπτεί υπέρ των γηπεδούχων). 4. βάθρο ομιλητή, δασκάλου, δικαστή, εφοδιασμένο με κάθισμα ή γραφείο: υπερυψωμένη ~. Ο πρόεδρος της Βουλής ανέβηκε στην ~ (πβ. βήμα). Πβ. εξ~, πόντιουμ. 5. (λόγ.) κάθισμα: ανακλινόμενη/περιστρεφόμενη ~. Ενιαία/ξεχωριστή ~-πλάτη πολυθρόνας. ~ που ρυθμίζεται καθ' ύψος. Ηλεκτρονική ανύψωση ~ας. Πβ. θέση. 6. ΓΕΩΜ. καθένα από τα πολύγωνα που αποτελούν την κλειστή επιφάνεια ενός στερεού σχήματος ή τα ημιεπίπεδα μιας δίεδρης γωνίας: τριγωνικές ~ες. Οι ~ες του κύβου.|| Οι ~ες του διαμαντιού. 7. ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. πρωκτός· γλουτοί, οπίσθια. Πβ. σφιγκτήρας. 8. (επιστ.) κέντρο: ~ της νόησης είναι ο εγκέφαλος. ● ΣΥΜΠΛ.: η Αγία Έδρα: ΘΡΗΣΚ. το Βατικανό ως τόπος όπου διαμένει και ασκεί την εξουσία του ο πάπας· συνεκδ. οι εκπρόσωποί του. [< ιταλ. la Santa Sede] , πλεονέκτημα/μειονέκτημα έδρας: ΑΘΛ. για περιπτώσεις όπου μια ομάδα είναι γηπεδούχος ή φιλοξενούμενη στον πρώτο από μια σειρά αγώνων, επομένως πλεονεκτεί ή μειονεκτεί, αντίστοιχα, έναντι της αντιπάλου της στην προσπάθεια να συμπληρώσει τον απαιτούμενο αριθμό νικών για πρόκριση σε επόμενη φάση ή κατάκτηση τροπαίου: Διατηρούν το πλεονέκτημα (της) έδρας. ● ΦΡ.: εκτός έδρας 1. ΑΘΛ. στο γήπεδο αντίπαλης ομάδας: νίκη ~ ~. 2. ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. μακριά από τον μόνιμο τόπο εργασίας και διαμονής: Μισθωτός που εργάζεται ~ ~.|| (ως επίθ.) ~ ~ διανυκτέρευση (υπαλλήλου).|| (ως ουσ.) Τα ~ ~. , εντός έδρας: ΑΘΛ. στο γήπεδο που αποτελεί την έδρα της ομάδας: το τελευταίο ~ ~ παιχνίδι. Παίζουμε ~ ~., παρά φύση έδρα & (λόγ.) παρά φύσιν έδρα: ΙΑΤΡ. τεχνητό απεκκριτικό στόμιο στην κοιλιακή χώρα, που δημιουργείται με ειλεοστομία. [< αγγλ. abdominal anus, γαλλ. anus abdominal] [< αρχ. ἕδρα, γαλλ. siège, chaire 6: μτγν. ἕδρα]

εναλλακτικός

εναλλακτικός, ή, ό [ἐναλλακτικός] ε-ναλ-λα-κτι-κός επίθ. 1. διαφορετικός ή αντίθετος από το καθιερωμένο και συμβατικό· μη θεσμοθετημένος: ~ός: κινηματογράφος. ~ή: διαχείριση απορριμμάτων/ενημέρωση (μέσω ίντερνετ)/θεραπεία/κοινότητα//πολιτική/τεχνολογία (βλ. οικονομικός, οικολογικός). ~ό: αυτοκίνητο/θέατρο/ροκ/σχολείο/φεστιβάλ. ~ές: διακοπές. ~ά: (ΠΟΛΙΤ.) κινήματα. Πβ. αλτέρνατιβ, πρωτοποριακός. 2. που μπορεί να διαδεχθεί ή να αντικαταστήσει κάποιον ή κάτι άλλο: ~ή: επιλογή/μέθοδος/πρόταση. ~ό: σχέδιο. ~οί: τρόποι (επίλυσης των διαφορών). ~ές: δυνατότητες. Βλ. διαδοχικός, περιοδικός.|| (ως ουσ.) Δεν έχει άλλη/καμία ~ή (ενν. λύση). ● ΣΥΜΠΛ.: Εναλλακτική Αγορά : ΟΙΚΟΝ. μη οργανωμένη αγορά του Χρηματιστηρίου, στην οποία συμμετέχουν οι πολύ μικρές επιχειρήσεις., εναλλακτική ιατρική: που υποκαθιστά τις συμβατικές ιατρικές θεραπείες, κυρ. τη χρήση φαρμάκων. Βλ. ομοιοπαθητική, βελονισμός, ρεφλεξολογία, συμπληρωματική ιατρική, χειροπρακτική. [< αγγλ. alternative medicine, 1972] , εναλλακτική στέγη: ΝΟΜ. προσωρινή ή μόνιμη κατοικία που παρέχεται σε μέλη συνόλου που εκδιώχθηκαν ή αποχώρησαν λόγω γενικής κρίσης από τα σπίτια όπου διέμεναν., εναλλακτικός τουρισμός: το σύνολο των ολοκληρωμένων τουριστικών υπηρεσιών, οι οποίες στηρίζονται σε οικολογικά ανεκτές και ήπιες δραστηριότητες, ενώ αναδεικνύουν, χωρίς να καταστρέφουν, το φυσικό κάλλος μιας περιοχής: ορεινός ~ ~. Βλ. θεματικός τουρισμός, οικοτουρισμός., ανανεώσιμες/εναλλακτικές πηγές/μορφές ενέργειας βλ. ανανεώσιμος, εναλλακτικά καύσιμα βλ. καύσιμα, εναλλακτική (κοινωνική) θητεία βλ. θητεία, εναλλακτικό και αλληλέγγυο εμπόριο βλ. εμπόριο [< μτγν. ἐναλλακτικός ‘αυτός που διαφοροποιεί’, γαλλ. alternatif, αγγλ. alternative]

οικογενειακός

οικογενειακός, ή, ό [οἰκογενειακός] οι-κο-γε-νει-α-κός επίθ.: που ανήκει ή αναφέρεται στην οικογένεια, που ισχύει ή δημιουργείται στο πλαίσιο της οικογένειας και εξυπηρετεί τις ανάγκες της: ~ός: προϋπολογισμός/σύμβουλος/τάφος/τουρισμός/φίλος. ~ή: ατμόσφαιρα/γαλήνη/γιορτή/επανένωση/επιχείρηση/ευτυχία/ζωή/θαλπωρή/παροχή/περιουσία/συγκέντρωση/φωτογραφία. ~ό: γεύμα/δράμα/εισόδημα/επίδομα/ιστορικό/κειμήλιο/συμβούλιο. ~οί: δεσμοί/καβγάδες. ~ές: διακοπές/εκδρομές/στιγμές/σχέσεις. ~ά: έξοδα/ζητήματα/μυστικά/προβλήματα.|| ~ή: ταβέρνα/ταινία. ~ό: αυτοκίνητο/ξενοδοχείο/πακέτο (κινητής τηλεφωνίας)/τραπέζι. Η κηδεία του θα γίνει σε στενό ~ό κύκλο (: μεταξύ των πιο κοντινών συγγενών). Απουσίασε/πήρε άδεια για ~ούς λόγους. Αυστηρώς ~ή υπόθεση. Βλ. ενδο~, εξω~. ● Ουσ.: οικογενειακά (τα) {+ γεν. κτητ. αντων.}: τα θέματα και οι υποθέσεις που αφορούν μια οικογένεια: Μην ανακατεύεσαι/μπλέκεσαι στα ~ μας. Μου εμπιστεύθηκε τα ~ του. ● επίρρ.: οικογενειακά & (λόγ.) -ώς [-ῶς]: με την οικογένεια: Περάσαμε ~. [< γαλλ. en famille] ● ΣΥΜΠΛ.: οικογενειακά βάρη: οι επιπλέον υποχρεώσεις, κυρ. οικονομικές, που αναλαμβάνει όποιος κάνει οικογένεια., οικογενειακή εστία/στέγη (επίσ.): η κύρια κατοικία όπου διαμένουν οι σύζυγοι, τα παιδιά ή/και άλλα μέλη της οικογένειας και γενικότ. το οικογενειακό περιβάλλον: μόνιμη ~ ~. Απομάκρυνση/μετοίκηση από την ~ ~. Ακίνητο που αποκτάται ως ~ ~. Εγκατέλειψε την ~ ~ σε νεαρή ηλικία. Βλ. συζυγική στέγη.|| (ειδικότ.) Κάθισαν μπροστά στην ~ή εστία (= στο τζάκι του σπιτιού)., οικογενειακό δέντρο: γενεαλογικό δέντρο. [< αγγλ. family tree] , οικογενειακό μέγεθος: για οικονομικότερη συνήθ. συσκευασία προϊόντων που είναι μεγαλύτερη σε μέγεθος ή ποσότητα από τη συμβατική: παγωτό/πίτσα/σοκολάτα ~ού ~ους. Βλ. οικονομική συσκευασία.|| (κατ' επέκτ.) Δωμάτια/επιχειρήσεις ~ού ~ους. [< αγγλ. family size] , οικογενειακό όνομα: επώνυμο., οικογενειακός γιατρός: ο γιατρός στον οποίο σταθερά και αποκλειστικά απευθύνεται μια οικογένεια για παροχή υπηρεσιών., οικογενειακός προγραμματισμός: έλεγχος της αναπαραγωγής με μεθόδους αντισύλληψης έτσι ώστε το ζευγάρι να αποκτήσει τον επιθυμητό αριθμό παιδιών τη χρονική στιγμή που θα το επιλέξει: φυσικός ~ ~ (= με προσδιορισμό και υπολογισμό των γόνιμων ημερών της γυναίκας). Δημογραφικό πρόβλημα και ~ ~. Κέντρα ~ού ~ού. Βλ. έλεγχος (των) γεννήσεων, προληπτική ιατρική. [< αγγλ. family planning, 1934] , (ενδο)οικογενειακή βία/βία στην οικογένεια βλ. βία, οικογενειακές υποχρεώσεις βλ. υποχρέωση, οικογενειακή κατάσταση βλ. κατάσταση, οικογενειακή μερίδα βλ. μερίδα, οικογενειακό άσυλο/άσυλο κατοικίας βλ. άσυλο, Οικογενειακό Δίκαιο βλ. δίκαιο, οικογενειακό διπλό βλ. διπλός, οικογενειακό μυθιστόρημα βλ. μυθιστόρημα ● ΦΡ.: είναι οικογενειακό μας (προφ.): είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα ή συνήθεια όλων ή των περισσοτέρων μελών μιας οικογένειας: ~ ~ να διαβάζουμε κυριακάτικες εφημερίδες.

οροφή

οροφή [ὀροφή] ο-ρο-φή ουσ. (θηλ.) 1. οριζόντια άνω επιφάνεια που προστατεύει χώρο ή στέγη κτίσματος· ειδικότ. το άνω τμήμα που καλύπτει ένα όχημα: γυάλινη/θολωτή (πβ. ουρανός)/κεκλιμένη/ξύλινη ~. ~ αίθουσας/γηπέδου/δωματίου/ναού/σπηλαίου. Ανεμιστήρας/βάση/ηχεία/θέρμανση/κάμερα/κονσόλα/μόνωση/οθόνη/φωτιστικό ~ής. Πβ. ταβάνι. Βλ. ψευδ~.|| ~ πολυκατοικίας/σπιτιού.|| Αναδιπλούμενη/ανοιγόμενη/ανοιχτή/αποσπώμενη/ηλεκτρική/κλειστή/μαλακή/μεταλλική/πανοραμική/πτυσσόμενη (βλ. κάμπριο)/σκληρή/υπερυψωμένη/υφασμάτινη ~. Αερόσακοι/αεροτομή/σχάρα ~ής. 2. ανώτατο σημείο ή όριο: δασμολογική ~. ~ της παραγωγής/του στρατεύματος. Το κόμμα έπιασε ~ στις εκλογές.|| ~ αιώρησης (: το μέγιστο ύψος στο οποίο μπορεί να πετάξει αεροσκάφος). Επιχειρησιακή ~ ... ποδιών. Πβ. πλαφόν. ● ΣΥΜΠΛ.: γυάλινη οροφή βλ. γυάλινος. [< 1: αρχ. ὀροφή 2: γαλλ. plafond, αγγλ. ceiling]

πρόστεγο

πρόστεγο πρό-στε-γο ουσ. (ουδ.) 1. προστέγασμα, μαρκίζα: ~ ναού. Tσιμεντένιο ~ εισόδου. Πβ. γείσο. 2. ΝΑΥΤ. υπόστεγο σε πλώρη πλοίου: ~ ιστιοφόρου. ΣΥΝ. καμπούνι [< πβ. μεσν. πρόστεγον 'νοίκι']

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.