Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • στέκομαι στέ-κο-μαι ρ. (αμτβ.) {στά-θηκα, -θεί, (προστ.) στάσου, στεκ-όμενος} 1. στήνομαι, βρίσκομαι σε μια θέση και κατ' επέκτ. αντιμετωπίζω· (ειδικότ., για ρούχα) εφαρμόζω: Το μωρό μαθαίνει να ~εται. Προτιμώ να ~, καθίστε εσείς. Προσπάθησα να ~θώ όρθια χωρίς βοήθεια, αλλά ζαλίστηκα. ~εται ανάμεσά/απέναντί/δίπλα/κοντά/πίσω/πλάι/στα δεξιά μας. ~εται με την πλάτη στραμμένη σε μας/με τα χέρια ανοιχτά/μπροστά στον καθρέφτη/στη γραμμή/στητός/φρουρός (: φρουρεί). ~ έξω απ΄ τον σταθμό και σε περιμένω. ~εται μόνος σε μια άκρη. ~όταν μέσα στη βροχή. ~όταν στην άκρη του γκρεμού/στην όχθη της λίμνης/κάτω απ' το μπαλκόνι της/πίσω απ' την πόρτα. Πού πήγες και ~θηκες εκεί; Ένα εκκλησάκι ~εται στην κορυφή του βουνού (βλ. δεσπόζει, υψώνεται). ~όμουν μπροστά του ανίκανη να αρθρώσω κουβέντα. ~ αμήχανος/έντρομος/μαρμαρωμένος/περήφανος/σοβαρός. Πβ. στέκω.|| ~θηκε με θάρρος ενώπιον των δικαστών/μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Δεν ~εσαι κριτικά απέναντι στα γεγονότα.|| Αυτό το σακάκι δεν σου ~εται (: κάθεται) καλά. 2. σταματώ: Εδώ πάντα ~, για να ξεκουραστώ. ~ για λίγο και θαυμάζω το θέαμα/για να χαζέψω. Ξαφνικά ~θηκε σαν αποσβολωμένη. Στάσου εκεί, μην προχωράς (πβ. ακίνητος!, αλτ!)! Στάσου (= κάτσε, περίμενε) λιγάκι, έρχομαι! Στάσου (= βάστα) καλέ, τι είναι αυτά που λες; Το μάτι του φωτογράφου ~θηκε στο καμπαναριό (: του τράβηξε την προσοχή). 3. επιμένω, εμμένω: Εγώ δεν ~ σε λεπτομέρειες/σ' αυτό. Θα ήθελα να ~θώ ιδιαίτερα στο θέμα .../στην ουσία του πράγματος. Μη ~θείς πολύ σ' αυτή την άσκηση, προχώρα στην επόμενη. 4. {συνήθ. στον αόρ.} συμπαραστέκομαι σε κάποιον: Εκείνα τα δύσκολα χρόνια ήταν ο μόνος φίλος που μου ~θηκε (= με βοήθησε, μου βρέθηκε). Πβ. παρα~. 5. {συνήθ. στον αόρ.} φαίνομαι, αποδεικνύομαι: Τι να σου κάνω, ~θηκες άτυχος. Ο συνοδηγός ~θηκε τυχερός μέσα στην ατυχία του. Η ζωή ~θηκε άδικη μαζί του. ~θηκε (= ήταν) αδύνατον να τον πείσω. Τίποτε δεν ~θηκε ικανό να τον αναχαιτίσει. ● ΦΡ.: δεν στέκομαι (καθόλου): δεν μένω άπραγος, δεν ξεκουράζομαι: Όλη μέρα τρέχω πάνω κάτω, δεν ~θηκα καθόλου/στιγμή. Πώς να μιλήσουμε, ~εται και καθόλου;, κάθομαι/στέκομαι κλαρίνο/σούζα/απίκο (μτφ.-προφ.): στέκομαι προσοχή ως ένδειξη σεβασμού, φόβου ή δουλοπρέπειας: Όταν του μιλάει, στέκεται κλαρίνο. Κάθεται απίκο και περιμένει πότε θα τον φωνάξει το αφεντικό. ~ονται σούζα μπροστά στον εργοδότη τους.|| (κυριολ., για τετράποδο ζώο που ισορροπεί για λίγο μόνο στα πίσω πόδια) Σκυλί που ~εται σούζα., όπου (κι αν) σταθώ κι όπου (κι αν) βρεθώ (εμφατ.): παντού: Όπου σταθείς κι όπου βρεθείς, γι' αυτόν θ' ακούσεις να μιλάνε., στάσου/περίμενε/κάτσε και θα δεις! (συνήθ. απειλητ.): ως αντίδραση σε πρόκληση, σε ανάρμοστη συμπεριφορά: Ποιος το 'πε πως δεν τολμώ; ~ ~! Ώστε μου είπες ψέματα; ~ ~!, στέκεται στο ύψος του/στο ύψος των περιστάσεων & (απαιτ. λεξιλόγ.) αίρεται στο ύψος των περιστάσεων: ανταποκρίνεται επάξια και με αξιοπρέπεια στις δυσκολίες, στις απαιτήσεις ή στην κρισιμότητα μιας κατάστασης: Η Πολιτεία οφείλει να σταθεί/αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και να λάβει τα αναγκαία μέτρα.|| Δεν στάθηκες στο ύψος σου (= δεν κράτησες την αξιοπρέπειά σου), έπεσες πολύ χαμηλά! [< αγγλ. rise to the occasion, be equal to/up to the occasion] , στέκομαι όρθιος/στα πόδια μου (μτφ.): συνέρχομαι, στηρίζομαι στις δυνάμεις μου: Η χώρα προσπαθεί να σταθεί ~α μετά τον καταστροφικό πόλεμο (πβ. ανακάμπτω, ορθοποδώ). Έμαθε να ~εται στα πόδια της και δεν έχει ανάγκη από κανέναν., στέκομαι στο πλευρό/στο πλάι κάποιου/δίπλα σε κάποιον 1. & είμαι στο πλευρό: βοηθώ, συμπαραστέκομαι: Από την πρώτη στιγμή στάθηκε ~ ~ μου. 2. ανταποκρίνομαι στις απαιτήσεις (συνεργασίας ή σχέσης): Δεν μπορεί να ~θεί δίπλα της, είναι πολύ λίγος., στέκομαι/στέκω καλά: βρίσκομαι σε καλή κατάσταση (από υγεία ή ψυχολογικά, οικονομικά): Καλά ~εται για την ηλικία του! Αν πράγματι τα είπε αυτά, δεν στέκει καλά στα μυαλά του. Σαν ομάδα ~εται αρκετά καλά στο γήπεδο., στέκομαι/στήνομαι στην ουρά (προφ.): μπαίνω στη σειρά, για να εξυπηρετηθώ: Πρωί πρωί στήθηκε ~ ~, έξω από την τράπεζα., κάθομαι/μένω/περιμένω/στέκομαι με σταυρωμένα/δεμένα χέρια/σταυρώνω τα χέρια βλ. σταυρώνω, μου κάθεται/μου στέκεται στο(ν) λαιμό/στο στομάχι βλ. λαιμός, πατώ/στέκομαι γερά/καλά (στα πόδια μου) βλ. πατώ, στάθηκε αφορμή βλ. αφορμή, στέκεται/στηρίζεται στον αέρα βλ. αέρας, στέκομαι εμπόδιο σε κάποιον/κάτι βλ. εμπόδιο, στέκομαι προσοχή βλ. προσοχή, στέκομαι/μένω στο πόδι κάποιου βλ. πόδι [< μεσν. στέκομαι]

αέρας

αέρας [ἀέρας] α-έ-ρας ουσ. (αρσ.) {αέρ-α (λόγ.) -ος | -ηδες} 1. το μείγμα των μη ορατών, άοσμων αερίων, κυρ. αζώτου (78,08%) και οξυγόνου (20,95%), που περιβάλλει τη Γη και είναι απαραίτητο για την επιβίωση όλων των οργανισμών, το κενό που θεωρούμε ότι μας περιβάλλει, η ατμόσφαιρα, το κλίμα: αναπνεύσιμος/ατμοσφαιρικός/βρόμικος/θερμαινόμενος/καθαρός/φιλτραρισμένος ~. Ο ~ ενός χώρου. Κυκλοφορία/μάζα/μόλυνση/μόρια/ρύπανση/υγρασία/φίλτρο ~α. Χαμηλότερα/ψηλότερα στρώματα ~α. Η μυρωδιά πλανάται στον ~α. Το αεροσκάφος υψώθηκε στον ~α. Θέαμα στον/σπορ του ~α (βλ. αεράθλημα). Διάσωση/επέμβαση/ρίψη από ~ος.|| (για συσκευές, μηχανήματα) Ανοίγω/κλείνω τα έμβολα/τις βαλβίδες ~α/ος. Αντλία ~α/ος (πβ. αεραντλία). Συμπιεστής ~ος/α αυτοκινήτου (πβ. αεροσυμπιεστής). Tο λάστιχο χάνει ~α.|| (ΣΤΡΑΤ.) Πύραυλος εδάφους ~ος/~ος ~ος/~ος εδάφους. Βόμβες/στρατιωτικές δυνάμεις ~ος.|| Ο ~ του βουνού/του δάσους/της θάλασσας. 2. άνεμος: βουνίσιος/δαιμονισμένος/δυνατός/ελαφρός/ζεστός/θαλασσινός/θερμός/κρύος/ξαφνικός/ξηρός/παγωμένος/υγρός/ψυχρός ~. Ρεύμα/ταχύτητα ~α. Ο ~ βουίζει/δυναμώνει/έκοψε/κόπασε/έπεσε/φυσάει. Σηκώθηκε ~. Έχει πολύ ~α έξω. Ο ~ άλλαξε κατεύθυνση/γύρισε σε βοριά. Ο ~ φούσκωνε τα πανιά. Παραλία ήσυχη, χωρίς ~α (: υπήνεμη). Πβ. αγέρας.|| Ο ~ του ανεμιστήρα/της βεντάλιας/του κλιματιστικού. 3. (μτφ.) η αίσθηση που αποπνέει κάποιος ή κάτι· (για χώρο) η ατμόσφαιρα, (για πρόσ.) η εμφάνιση, η συμπεριφορά, το ύφος και ιδ. η άνεση: Το σπίτι έχει τον ~α μιας άλλης εποχής. Η διακόσμηση προσδίδει στην αίθουσα έναν ~α πολυτέλειας (πβ. περιβάλλον). Πνέει/φυσάει ~ αισιοδοξίας/αλλαγής/ανανέωσης.|| Διαθέτει/έχει τον ~α του επαγγελματία/του νικητή/της σταρ. Αποπνέει ευρωπαϊκό ~α. Τον περιέβαλλε πάντα ένας ~ μυστηρίου. Ντύσιμο που προσδίδει έναν ~α σοβαρότητας. Περπατάει με ~α (= με αυτοπεποίθηση· βλ. στιλ). Τον αντιμετώπισε με ~ (= δυναμικά, θαρραλέα). Πβ. τουπέ, πόζα.|| Έχει πάρει τον ~α του αυτοκινήτου/της δουλειάς (: άνεση που οφείλεται στην εμπειρία· πβ. κολάι).|| Μην κολλάς τις λέξεις, το κείμενο πρέπει να έχει ~.|| (ΑΘΛ.) Έδωσε ~α δύο γκολ/έντεκα πόντων στην ομάδα (βλ. προβάδισμα). 4. πρόσθετη αξία ενός μαγαζιού ή μιας επιχείρησης λόγω πλεονεκτικής θέσης, σταθερής πελατείας και η σχετική αποζημίωση: (σε αγγελίες) Πωλείται ο ~ και οι εγκαταστάσεις. Πβ. εμπορική εύνοια. 5. ο χώρος που επιτρέπεται να κτιστεί πάνω από μια οικοδομή και το δικαίωμα ιδιοκτησίας του· δικαίωμα υψούν: Αγοράζω/πουλώ τον ~α (μιας μονοκατοικίας). 6. αποζημίωση που καταβάλλεται σε μισθωτή, ώστε να μην παραταθεί η μίσθωση ή το ποσό που προκαταβάλλεται ως εγγύηση για την ενοικίαση: Καταβάλλω ~α. Φορολόγηση του εισπραττόμενου ~α.|| Έδωσε ~α τρία νοίκια. 7. ΕΚΚΛΗΣ. {πληθ. αέρες} αήρ. ● Υποκ.: αεράκι (το): ελαφρύς και ευχάριστος αέρας: ανάλαφρο/απαλό/γλυκό/δροσερό/θαλασσινό (πβ. μπάτης)/καλοκαιρινό/πρωινό/τσουχτερό (βλ. αγιάζι) ~. Έβ(γ)αλε/έπιασε ~. Μας δρόσισε τ' ~. Πβ. αγεράκι, αγέρι, αύρα. ● ΣΥΜΠΛ.: πεπιεσμένος αέρας & συμπιεσμένος αέρας: ΜΗΧΑΝ. αέρας με πίεση και πυκνότητα μεγαλύτερη από την ατμοσφαιρική: Ο ~ ~ χρησιμοποιείται ως πηγή ενέργειας. [< αγγλ. compressed air] , κενό (αέρος) βλ. κενό, σαλάμι αέρος βλ. σαλάμι, φρέσκος αέρας βλ. φρέσκος ● ΦΡ.: (είμαι) στον αέρα 1. για αεροσκάφος σε πτήση: αγορές στον ~ (αφορολόγητων ειδών). Περιπέτεια στον ~ για διακόσιους επιβάτες λόγω της κακοκαιρίας. Τα δύο αεροσκάφη συγκρούστηκαν ~ ~ (: ενώ πετούσαν).|| (κατ' επέκτ., για κάτι που αιωρείται:) Διεκδίκηση της μπάλας στον ~. Βλ. μετέωρος. 2. (μτφ.) για απευθείας ραδιοφωνική ή τηλεοπτική μετάδοση: Καθημερινά είμαστε ~ ~ για δύο ώρες. Ο ακροατής είναι ~ ~.|| Η ανανεωμένη μας ιστοσελίδα είναι πάλι ~ ~ (= διαθέσιμη στο κοινό). 3. (μτφ.) για κάτι αβέβαιο: Το συμβόλαιό του είναι ~ ~. Μέχρι την τελευταία στιγμή όλα ήταν ~ ~. Το έργο κινδυνεύει να μείνει ~ ~.|| Η θεωρία/τα επιχειρήματά του στέκονται ~ ~. Πβ. μετέωρος., αέρα κοπανίζω/καβουρδίζω (μτφ.): σπαταλώ τον χρόνο μου άσκοπα, τεμπελιάζω., αέρα πατέρα (προφ.): όπως να' ναι, όπως τύχει: Πέρασε ~ ~ τη διασταύρωση. Βλ. στα κουτουρού., αέρα! (ιαχή των Ελλήνων στρατιωτών, κυρ. στον πόλεμο του 1940): πάνω τους! επίθεση!, ανοίγω/κλείνω τον αέρα: ξεκινώ ή σταματώ αντίστοιχα την παροχή αέρα μέσω βαλβίδας ή συσκευής., βγάζω στον αέρα: (μτφ.) μεταδίδω από το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση: ~ ~ τα άπλυτα κάποιου/απόρρητα στοιχεία/μια είδηση/μια εκπομπή., βγαίνω στον αέρα (μτφ.): παρουσιάζομαι στην τηλεόραση ή το ραδιόφωνο (συνήθ. σε απευθείας μετάδοση): Το κεντρικό δελτίο ειδήσεων βγήκε ~ με καθυστέρηση. (για πρόσ.) Βγαίνει για πρώτη φορά ~.|| Ο δικτυακός τόπος βγήκε ~ (= αναρτήθηκε) τον προηγούμενο χρόνο., δίνω αέρα σε κάποιο ρούχο: το κάνω πιο φαρδύ, πιο άνετο., δίνω σε κάποιον αέρα (μτφ.): του συμπεριφέρομαι με επιείκεια και ελαστικότητα, του δίνω θάρρος: Μην του ~εις ~, θα το πάρει πάνω του. ΑΝΤ. κόβω τη φόρα/τον αέρα/το(ν) βήχα (σε κάποιον), έγινε αέρας (μτφ.): εξανεμίστηκε: Έγιναν ~ τα κέρδη (= χάθηκαν)., έχει πάρει/πήρε (πολύ) αέρα (μτφ.-προφ.): για κάποιον που ξεπερνά τα όρια, αποθρασύνεται: Σαν πολύ ~ δεν έχεις πάρει;, έχουν πάρει/πήραν τα μυαλά του αέρα (μτφ.): πιστεύει πως είναι πολύ σπουδαίος, επαίρεται, καυχιέται: Πρόσεχε μην πάρουν τα μυαλά σου ~! Έχασαν, γιατί είχαν πάρει τα μυαλά τους ~. ΣΥΝ. καβάλησε το καλάμι, την έχει ψωνίσει/την ψώνισε (1), ζω με/τρώω αέρα κοπανιστό (μτφ.-ειρων.): δεν έχω τα στοιχειώδη οικονομικά μέσα, είμαι πολύ φτωχός., κάνω σε κάποιον αέρα: δημιουργώ με τεχνητό τρόπο ελαφρά πνοή ανέμου: Πήρε τη βεντάλια και άρχισε να της κάνει ~., λόγια του αέρα & (σπάν.) του ανέμου (μτφ.): ανοησίες: Όσα λέω τα εννοώ, δεν πρόκειται για ~ ~. Πβ. λόγια της καραβάνας. Βλ. έπεα πτερόεντα. ΣΥΝ. αερόλογα, αερολογίες [< γαλλ. paroles en l' air] , με άλλο(ν) αέρα (μτφ.): με διαφορετική διάθεση, ψυχολογία ή συμπεριφορά, συνήθ. καλύτερη από πριν: Γύρισε από το εξωτερικό ~ ~., μιλώ στον αέρα: λέω αερολογίες ή σπανιότ. δεν προσέχουν οι άλλοι τα λόγια μου: Δεν ~ ~, έχω συγκεκριμένα παραδείγματα.|| Μιλάμε μαζί ή ~ ~; Πβ. (σαν να) μιλάω στον/με τον τοίχο., παίρνω αέρα/τον αέρα μου (μτφ.): αναζωογονούμαι, ξανανιώνω: Βγήκαμε, για να πάρουμε λίγο καθαρό ~. Πήρε τον ~ της στην εξοχή και μας ήρθε ανανεωμένη! Πβ. κάνω βόλτα, ξεσκάω, πήρε αέρα ο κώλος (κάποιου). [< γαλλ. prendre l' air] , παίρνω τον αέρα κάποιου (μτφ.): έχω κάποιον (ή σπανιότ. κάτι) υπό τον έλεγχό μου, επιβάλλομαι: Μην την αφήσεις να σου πάρει τον ~. Οι φιλοξενούμενοι πήραν τον ~ του ματς και προηγήθηκαν στο σκορ., πιάνει πουλιά στον αέρα (μτφ.): είναι πανέξυπνος, σαΐνι: Δεν θα την πιάσουν κορόϊδο, ~ ~., ρίχνω στον αέρα: πυροβολώ για εκφοβισμό, προειδοποιητικά: Η αστυνομία έριξε ~, για να διαλύσει τη συγκέντρωση., στέκεται/στηρίζεται στον αέρα: για κάτι που ισορροπεί χωρίς να ακουμπά κάπου και κατ' επέκτ. δεν έχει σταθερές βάσεις και είναι εύκολο να καταρρεύσει: Η κατασκευή μοιάζει να ~ ~ (= αιωρείται).|| Η απόφασή του ~ ~., τινάζω (κάτι/κάποιον) στον αέρα 1. (μτφ.) καταστρέφω εντελώς, δυναμιτίζω: ~ ~ τις διαπραγματεύσεις/τις προσπάθειες/τον προϋπολογισμό/μια συμφωνία/ένα σχέδιο. Άλλο ένα λάθος και τα τίναξες όλα ~!|| Τίναξε τη μπάνκα ~ (: πήρε όλα τα κέρδη)! 2. ανατινάζω: Η έκρηξη στο βενζινάδικο λίγο έλειψε να ~ξει ολόκληρη την περιοχή ~. Πρόσεξε μην βραχυκυκλώσει το μηχάνημα και ~χτούμε όλοι ~!, φυσάει άλλος αέρας: (μτφ.) για αλλαγή μιας κατάστασης προς το καλύτερο: Η πόλη έχει αλλάξει, ~ ~., χτίζει στον αέρα (σπάν.-λογοτ.): ματαιοπονεί, τρέφει ψευδαισθήσεις. Πβ. κτίζω/φτιάχνω παλάτια/πύργους στην άμμο., αέρας κοπανιστός βλ. κοπανιστός, αλλάζω παραστάσεις/(τον) αέρα (μου) βλ. αλλάζω, κόβω τη φόρα/τον αέρα/το(ν) βήχα (σε κάποιον) βλ. φόρα1, με το πρώτο φύσημα (του αέρα/ανέμου) βλ. φύσημα, όποιος αέρας κι αν φυσά, ο μύλος πάντ' αλέθει βλ. μύλος, πετώ τα λεφτά/τα χρήματά μου απ' το παράθυρο/στον αέρα βλ. παράθυρο, πλανάται/υπάρχει στον αέρα/στην ατμόσφαιρα βλ. πλανώ, ποιος καλός άνεμος/αέρας σ' έφερε/σε φέρνει εδώ/κατά 'δω/στα μέρη μας; βλ. άνεμος, τινάζω τα μυαλά κάποιου στον αέρα βλ. τινάζω, ώρα καλή στην πρύμ(ν)η σου κι α(γ)έρα στα πανιά σου βλ. ώρα [< μεσν. αέρας 3: γαλλ.-αγγλ. air, γερμ. Luft]

αφορμή

αφορμή [ἀφορμή] α-φορ-μή ουσ. (θηλ.): φαινομενική αιτία και γενικότ. ό,τι προκαλεί συγκεκριμένη πράξη, κίνητρο: ~ για διαμάχη/προβληματισμό/σχόλια (σε βάρος ...)/ταξίδι. ~ (= εφαλτήριο) δημιουργίας/συζήτησης. Δίνει/παρέχει την ~. (Κάτι) αποτελεί ~ και δικαιολογία για ... Αίτια και ~ές (= προφάσεις) ενός πολέμου. Αυτό ήταν απλώς/μόνο η ~. Έγινε ~ να ... Έδωσε ~ για ... Έλαβε/πήρε ~ από ...|| (λόγ.) ~ής δοθείσης θα συζητηθεί και αυτό το θέμα.|| (εμφατ.) Άνευ λόγου κι ~ής. Χωρίς αιτία κι ~.|| (Ανα)ζητώ/γυρεύω/ψάχνω ~/ές να ... Πβ. έναυσμα, πρόσχημα. ● ΦΡ.: με αφορμή (+ αιτ.) & (λόγ.) εξ αφορμής & επ' αφορμή (+ γεν.): λόγω, εξαιτίας: Με ~ τις δηλώσεις/την επίσκεψη του ... (= με την ευκαιρία)., στάθηκε αφορμή: υπήρξε αφετηρία για κάτι: Η συζήτησή μας ~ ~ να αλλάξω ζωή. Γεγονός που ~ ~ για ..., βρίσκει (την) αφορμή/πάτημα βλ. βρίσκω, για ασήμαντη αφορμή βλ. ασήμαντος [< αρχ. ἀφορμή]

εμπόδιο

εμπόδιο [ἐμπόδιο] ε-μπό-δι-ο ουσ. (ουδ.) {εμποδί-ου | -ων} 1. οτιδήποτε φράζει, καθιστά αδύνατη ή δύσκολη μια (μετα)κίνηση: σταθερό/τεχνητό/φυσικό (βράχος, ποτάμι, τάφρος)/χαμηλό/ψηλό ~. Πρόσκρουση σε ~. ~α στο οδόστρωμα (: σαμαράκια). Βλ. φράγμα.|| (ΑΘΛ., στον δρόμο μετ' ~ων) ~α ανδρών/γυναικών. Τετρακόσια μέτρα με ~α. (στην ιππασία:) Αγώνες υπερπήδησης ~ων. Βλ. μπάρα. 2. (μτφ.) όποιος ή ό,τι δυσκολεύει ή δεν επιτρέπει να γίνει κάτι: ανυπέρβλητο ~. Γραφειοκρατικά/διοικητικά/εξωτερικά/θεσμικά/κοινωνικά/μαθησιακά/νομικά/οικονομικά/τεχνικά ~α. Αποφυγή/άρση/εξάλειψη/παραμερισμός των ~ων. Άψογη λειτουργία χωρίς ~α (= ανεμπόδιστη). Αποτελώ/είμαι/μπαίνω ~ στην εξέλιξη κάποιου. Ορθώνονται ~α. Αντιμετωπίζω/συναντώ ~α. Ξεπερνώ/παρακάμπτω τα ~α. Βάζω/παρεμβάλλω/προβάλλω/φέρνω ~α σε κάποιον ή κάτι. Πβ. ανάχωμα, τροχοπέδη, φραγμός, φρένο. ΣΥΝ. κώλυμα, πρόσκομμα ● ΦΡ.: κάθε εμπόδιο για καλό: για τα θετικά αποτελέσματα που μπορούν να προκύψουν από κάποια αντιξοότητα., μετ' εμποδίων (μτφ.-λόγ.): με διακοπές ή προβλήματα: ~ ~ η κίνηση στους δρόμους. Έξοδος ~ ~ από το λιμάνι. ΑΝΤ. απρόσκοπτα, στέκομαι εμπόδιο σε κάποιον/κάτι: εμποδίζω κάποιον ή κάτι να πετύχει κάτι, να εξελιχθεί: δεν στάθηκε ~ στη ζωή του/στο να κάνει … , δρόμος μετ' εμποδίων βλ. δρόμος [< αρχ. ἐμπόδιος ‘αυτός που παρεμποδίζει’, ουδ. ἐμπόδιον, γαλλ. obstacle]

λαιμός

λαιμός λαι-μός ουσ. (αρσ.) 1. ΑΝΑΤ. μέρος του σώματος των ανθρώπων και των ζώων, που ενώνει το κεφάλι με τον κορμό· το εσωτερικό του, λάρυγγας, φάρυγγας, αμυγδαλές: κοντός/λεπτός/μακρύς/χοντρός ~. Οι αρτηρίες (βλ. καρωτίδα)/φλέβες (βλ. σφαγίτιδα) του ~ού. Κόσμημα (βλ. περιδέραιο)/προστατευτικό ~ού. Μαντίλι (δεμένο) γύρω από το(ν)/στο(ν) ~ό. Έχει πιαστεί ο ~ μου (βλ. στραβοκοιμάμαι). Φορά αλυσίδα/κολιέ στον ~ό. Νιώθω έναν κόμπο/ένα σφίξιμο στο ~ό. Πβ. τράχηλος. Βλ. αυχένας, θυρεοειδής (αδένας).|| Ερεθισμένος ~. Καραμέλα/σιρόπι για το ~ό. Έκλεισε/με γαργαλά/με καίει/ξεράθηκε/πονά (βλ. πονόλαιμος) ο ~ μου. Πβ. λαιμά. Βλ. βραχνιάζω.|| (συνεκδ., τμήμα ρούχων που τυλίγει τον ~ό:) Ο ~ της μπλούζας έχει ξεχειλώσει. Πβ. περιλαίμιο. Βλ. γιακάς, ζιβάγκο, ντεκολτέ.|| (ΖΩΟΛ.) Ο ~ της καμηλοπάρδαλης/του κύκνου. 2. (κατ’ επέκτ.) μακρόστενο τμήμα αντικειμένου: ο ~ ενός αγγείου/του μπουκαλιού. Δοχείο με κοντό και στενό ~ό (βλ. στάμνα).|| (ΒΟΤ.) Ο ~ των φυτών (: το τμήμα που ενώνει τη ρίζα με το(ν) βλαστό). 3. (ειδικότ.) λωρίδα γης που ενώνει μια χερσόνησο με την ξηρά. ● Υποκ.: λαιμουδάκι (το) ● ΦΡ.: βάζω το μαχαίρι/τη θηλιά στο(ν) λαιμό κάποιου & (σπάν.) σφίγγω τη θηλιά στον λαιμό κάποιου (μτφ.-προφ.): του ασκώ μεγάλη πίεση, τον εκβιάζω: Του έχουν βάλει ~ ~ για να υπογράψει., καθαρίζω το λαιμό μου & τη φωνή μου (μτφ.-προφ.): βήχω για να απαλλάξω τον λάρυγγα από φλέγματα., μέχρι/ως το λαιμό (μτφ.-προφ.): πάρα πολύ, εντελώς: μπλεγμένος/χρεωμένος ~ ~. Βουτηγμένοι ~ ~ στη διαφθορά. Πόλη πνιγμένη ~ ~ στα σκουπίδια.|| Μ' έχει φέρει ~ ~ (: με έχει εξοργίσει). [< γαλλ. jusqu' au cou] , μου κάθεται/μου στέκεται στο λαιμό/στο στομάχι (προφ.): για τροφή που προκαλεί πνιγμό ή δυσπεψία· κατ΄επέκτ. για κάποιον ή κάτι που προκαλεί αντιπάθεια, απέχθεια: Το κόκαλο/η μπουκιά μου κάθισε στον λαιμό.|| Παριστάνει τον έξυπνο και ~ ~., παίρνω (κάποιον) στο λαιμό μου (προφ.): τον παρασύρω σε κακή, λανθασμένη επιλογή· τον βλάπτω, τον ζημιώνω: Δεν είμαι και σίγουρη, μη σε πάρω ~ ~!, στο λαιμό να σου (/του ...) κάτσει!: ως κατάρα να μην ευχαριστηθεί κάποιος κάτι: ~ ~ το φαγητό!, αρπάζω/πιάνω κάποιον από το γιακά/το λαιμό/τα πέτα βλ. αρπάζω, κόβω το λαιμό/το(ν) σβέρκο μου βλ. κόβω, στέγνωσε το σάλιο/η γλώσσα/ο λαιμός/το λαρύγγι μου βλ. στεγνώνω, το κρίμα στο λαιμό σου! βλ. κρίμα [< 1, 2: αρχ. λαιμός, γαλλ. cou]

πατώ

πατώ [πατῶ] πα-τώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {πατ-άς, -ά κ. -άει ..., -ώντας | πάτ-ησα, -ήσω, -ιέται, -ήθηκε, -ηθεί, -ημένος} & πατάω 1. ακουμπώ το πέλμα ή τα πέλματα των ποδιών μου σε μια επιφάνεια και στηρίζομαι ή περπατώ πάνω της: ~ στη γη/στο έδαφος. Κοίταξε πού ~άς! Μην ~άτε το γκαζόν! Πρόσεξε μην ~ήσεις κανένα γυαλί/σε καμιά λακκούβα/(σ)τις λάσπες. Μου ~άς το πόδι. Με ~ησες. ~ώντας στις άκρες των δαχτύλων/στις μύτες των ποδιών (: για να μην κάνει θόρυβο). Τα καλώδια δεν πρέπει να ~ιούνται. Βλ. ακρο~, πατώνω.|| (κατ' επέκτ.) Τα πόδια της καρέκλας δεν ~άνε/το τραπεζάκι δεν ~άει καλά (στο πάτωμα). Βλ. παρα~, ποδο~, πολυ~, στραβο~, τσαλα~.|| (μτφ.) Η ομάδα ~ησε (στην/την) κορυφή. 2. πιέζω κάτι με το δάχτυλο, το πέλμα ή κάποιο άλλο μέσο: ~ την κόρνα. (στον υπολογιστή:) ~ αναζήτηση/διπλό κλικ/το εικονίδιο/το λινκ/οκέι. ~ησε (= τράβηξε) τη σκανδάλη (= πυροβόλησε). ~ησα κατά λάθος το πλήκτρο. Πάτα το μια φορά/παρατεταμένα. Δεν ~ήθηκε ο σωστός συνδυασμός. Ο διακόπτης πρέπει να είναι ~ημένος προς τα μέσα. Κράτα το κουμπί ~ημένο.|| ~ τα σταφύλια (βλ. ζουλώ, λιώνω, πολτοποιώ)/τον συμπλέκτη.|| (με κυλίνδρους ή οδοστρωτήρα:) Καλά ~ημένος χωματόδρομος. Στρωμένη και ~ημένη άσφαλτος. ~ημένες: πίστες (ενν. χιονοδρομικές).|| (προφ.) Μου ~άς (= σιδερώνεις) το πουκάμισο; 3. (προφ., για όχημα ή οδηγό) παρασύρω ή/και συνθλίβω κάποιον κάτω από τους τροχούς: Παραλίγο να ~ήσει μια γάτα με το αυτοκίνητο. 4. (μτφ.) βασίζομαι, στηρίζομαι: Τα τραγούδια του ~άνε (πάνω) σε παραδοσιακά μοτίβα. 5. (μτφ.-προφ.) κατατροπώνω, νικώ, συντρίβω: Πάτησέ τους όλους (κάτω)! 6. (μτφ.-προφ.) μπαίνω σε μια ηλικία, γίνομαι ... χρόνων: ~ησε (= έκλεισε) τα είκοσι. Έχει ~ημένα τα (= έχει μπει στα) εξήντα. 7. (μτφ.-προφ.) αθετώ, παραβιάζω: ~ τον όρκο/την υπόσχεσή μου. Πβ. κατα~. 8. (προφ.-επιτατ.) κάνω κάτι σε μεγάλο βαθμό, με ένταση: ~ήσαμε κάτι γέλια (= ξεκαρδιστήκαμε). Του ~ησε ένα ξύλο (= έριξε)/τις φωνές (= του φώναξε). 9. (παλαιότ.-λαϊκό) κατακτώ, καταλαμβάνω, κυριεύω: ~ησαν το κάστρο. ΣΥΝ. αλώνω ● ΦΡ.: δεν ξέρω πού πατώ και πού πηγαίνω (μτφ.-προφ.): βρίσκομαι σε σύγχυση, δεν ξέρω τι μου γίνεται., πατείς με πατώ σε (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί κοσμοσυρροή, συνωστισμός: ~ ~ για μια θέση εργασίας. Γινόταν (το) ~ ~ στο κατάστημα., πατώ πόδι (μτφ.-προφ.): προβάλλω αντίσταση, εναντιώνομαι: Πάτα λίγο πόδι ρε φίλε, βάλε καμιά φωνή! Βλ. υψώνω/ορθώνω το ανάστημά μου., πατώ την μπανανόφλουδα/πεπονόφλουδα (μτφ.-προφ.): πέφτω σε παγίδα, ξεγελιέμαι., πατώ το πόδι μου (κάπου) & πατάω (κάπου) (μτφ.-προφ.): εμφανίζομαι, πηγαίνω σε ένα μέρος: Αμφιβάλλω αν έχει ~ήσει ποτέ το πόδι του στη Σχολή.|| Δεν ~άει ποτέ στο γραφείο/σπίτι.|| (απειλητ.) Μην ~ήσεις ξανά (= ξαναπατήσεις) το πόδι σου εδώ!, πατώ/στέκομαι γερά/καλά (στα πόδια μου) (μτφ.): έχω βάσεις, μπορώ να στηριχτώ στον εαυτό μου, να αντιμετωπίσω μόνος μου διάφορες καταστάσεις: Ξέρει τι θέλει και στέκεται γερά στα πόδια του.|| Η ομάδα δεν ~ά (: παίζει) καλά στο γήπεδο., την πάτησα (προφ.) 1. γελάστηκα, εξαπατήθηκα, έκανα λάθος ή απέτυχα σε κάτι: Πώς ~ ~ έτσι; Πβ. έφαγα ήττα/πακέτο. 2. μου αρέσει πάρα πολύ κάποιος ή κάτι: Την έχω πατήσει μαζί της (= την έχω ερωτευτεί· πβ. δάγκωσε τη λαμαρίνα, πονάει το δοντάκι του)., την πάτησε σαν αγράμματος/πρωτάρης: τον ξεγέλασαν, εξαπατήθηκε από αφέλεια., (κάποιος) γίνεται χαλί να τον πατήσεις βλ. χαλί, (πατώ/περπατώ) στα νύχια (των ποδιών) βλ. νύχι, αλλού/εδώ πατώ κι αλλού βρίσκομαι βλ. αλλού, βαδίζω/βρίσκομαι/πατώ (πάνω) σε τεντωμένο σκοινί βλ. σχοινί, μέχρι να πατήσεις μαύρο χιόνι βλ. χιόνι, όσο πατάει η γάτα βλ. γάτα, πατά(ει) επί πτωμάτων βλ. πτώμα, πατάει σταθερά στα πόδια του βλ. σταθερός, πατάω (γερά) στη γη βλ. γη, πατώ γκάζι βλ. γκάζι, πατώ τον κάλο κάποιου/πατώ κάποιον στον κάλο βλ. κάλος, πατώ φρένο βλ. φρένο [< αρχ. πατῶ]

πόδι

πόδι πό-δι ουσ. (ουδ.) {ποδ-ιού | -ιών} 1. καθένα από τα κάτω άκρα ανθρώπου ή ζώου· ειδικότ. άκρο πόδι: αδύνατα (βλ. κανιά)/κοντά/μακριά/ξεκούραστα/στραβά/ταλαιπωρημένα/τεχνητά/ψηλά ~ια. Κάκωση/πόνος στο ~. Με το ένα ~ πάνω στο άλλο/με τα ~ια σταυρωμένα (= σταυρο~). Στραμπούληξε/έσπασε/έχασε το ~ του (βλ. ανάπηρος, κουτσός). Έκανε ακτινογραφία/τραυματίστηκε/υπέστη κάταγμα στο ~. Μαζεύω/τεντώνω τα ~ια μου. Βλ. κνήμη, μηρός.|| Βρόμικα/ξυπόλυτα/πρησμένα ~ια. Τα δάκτυλα/η καμάρα/τα νύχια/το πέλμα/το τόξο του ~ιού. Κακοσμία (= ποδαρίλα)/περιποίηση (= πεντικιούρ) ~ιών. Ίχνη ~ιών. Βλ. πατούσα, πλατυποδία.|| Τα μπροστινά/πίσω ~ια της αρκούδας/του σκύλου. Τα ~ια της αράχνης/μέλισσας. Πτηνό με μακριά και λεπτά ~ια (βλ. πελαργός). ΣΥΝ. ποδάρι 2. (μτφ.) καθετί με παρόμοια μορφή, κυρ. στήριγμα αντικειμένου στο κάτω μέρος του: τα ~ια της καρέκλας/του κρεβατιού/του τραπεζιού. Τα ~ια του πιάνου. Πλαστικά ~ια επίπλων. || Ποτήρια με (= κολονάτα)/χωρίς ~. Αγγείο με χαμηλό (βλ. κύλικα)/ψηλό ~.|| Το πρώτο/δεύτερο/τρίτο ~ της Χαλκιδικής. 3. (μτφ.) το κατώτερο τμήμα: στα ~ια του βουνού (= πρόποδες). 4. ΜΕΤΡΟΛ. (σύμβ. ft ή ′) μονάδα μήκους, κυρ. του αγγλικού και αμερικανικού συστήματος, ίση περ. με το ένα τρίτο του μέτρου: αγγλικό/διεθνές ~ (: 0,3048 μέτρα). Βλ. γιάρδα, ίντσα. ● Μεγεθ.: ποδάρα (η): ΣΥΝ. αρίδα (1) ● ΣΥΜΠΛ.: άκρο πόδι & (λόγ.) άκρος πους {άκρου ποδός}: ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. το τελικό τμήμα του κάτω άκρου, που αποτελείται από τον ταρσό, το μετατάρσιο και τα δάχτυλα: Το ~ ~ στηρίζει το βάρος του σώματος., πήλινα/ξύλινα/γυάλινα πόδια (μτφ.): αδύναμη, σαθρή βάση: Η εταιρεία/χώρα αποδείχτηκε γίγαντας/κολοσσός με ~ ~. Η ανάπτυξη/οικονομία πατά/στηρίζεται σε ~ ~. Βλ. χάρτινη τίγρη. [< γαλλ. pieds d'argile] , διαβητικό πόδι βλ. διαβητικός, πόδι της χήνας βλ. χήνα, πόδι του αθλητή βλ. αθλητής, αθλήτρια, χέρι/πόδι αλφάδι βλ. αλφάδι ● ΦΡ.: (βάζω) τα πόδια στην πλάτη/στον ώμο (προφ.): φεύγω τρέχοντας: Ο κλέφτης έφυγε με ~ ~. Πβ. την κοπανάω.|| (μτφ.) Έχουν βάλει ~ ~ για να τηρηθεί το χρονοδιάγραμμα., (δεν) με κρατούν/βαστούν τα πόδια μου (προφ.): (δεν) αντέχω σωματικά: Δεν ~ ~ από την εξάντληση/κούραση. Είμαι πτώμα, δεν με ~ άλλο ~ μου. Εργάζομαι ακόμη, όσο με ~ ~ μου., αφήνω κάποιον στο πόδι μου (προφ.): τον βάζω στη θέση μου ως αντικαταστάτη., βάζω πόδι (προφ.): εισέρχομαι, διεισδύω: Η πολυεθνική έβαλε ~ στην ελληνική αγορά., δεν μπορώ να πάρω/σύρω τα πόδια μου (προφ.): νιώθω αδύναμος, εξουθενωμένος: ~ ~ απ' την κούραση/το ξενύχτι.|| Πάρε τα ~ σου! (= κουνήσου, περπάτα)!, δίνω/παίρνω/τρώω πόδι (προφ.) & (λαϊκό) δίνω/παίρνω πασαπόρτι: διώχνω/με διώχνουν: Του 'δωσε ~ (: τον πέταξε έξω).|| Έφαγε/πήρε ~ απ' τη δουλειά (= απολύθηκε)., με τα πόδια: περπατώντας: Ήρθαμε/κάναμε βόλτα/πήγαμε ~ ~. Η πλατεία βρίσκεται πέντε λεπτά ~ ~ απ' τη στάση του μετρό. Πβ. πεζή., με το ένα πόδι/με τα δυο πόδια στον τάφο (προφ.): για ετοιμοθάνατο ή πολύ ηλικιωμένο άτομο: Είναι ~ ~. ΣΥΝ. τον περιμένουν, με χέρια και με πόδια & με πόδια και με χέρια (μτφ.-προφ.) 1. με απόλυτη σιγουριά, χωρίς κανέναν ενδοιασμό: Ψηφίζω ~ ~. Βλ. δαγκωτός.|| Υπογράφω ~ ~. Πβ. προσυπογράφω. 2. με όλη μου τη δύναμη: Αντιστάθηκα ~ ~., μου κόπηκαν τα πόδια (μτφ.-προφ.): παρέλυσα: Μας είχαν κοπεί ~ από την κούραση.|| Ένιωθε την πείνα/τον φόβο να του κόβει ~. Πβ. μου κόπηκαν τα ήπατα., μπερδεύομαι/μπλέκομαι/ανακατεύομαι/μπαίνω/είμαι (μέσα) στα πόδια κάποιου (προφ.): τον εμποδίζω να κινηθεί ελεύθερα με το να βρίσκομαι πολύ κοντά του και κατ' επέκτ. αναμειγνύομαι στις υποθέσεις του: Μην μπερδεύεσαι ~ μου την ώρα που κάνω δουλειά!, όποιος δεν έχει μυαλό, έχει πόδια/ποδάρια (παροιμ.): όποιος δεν προνοεί, ταλαιπωρείται., ρίχνομαι/πέφτω/σέρνομαι στα πόδια (κάποιου) (προφ.): τον παρακαλώ θερμά, τον ικετεύω. ΣΥΝ. πέφτω στα γόνατα, πέφτω στα τέσσερα [< γαλλ. se traîner aux pieds de quelqu' un] , στέκομαι/μένω στο πόδι κάποιου (μτφ.-προφ.): τον αντικαθιστώ: Θα σταθείς ~ ~ μου, να πεταχτώ μια στιγμή στην τράπεζα;, στο πόδι (προφ.): βιαστικά, πρόχειρα: Έγραψε το κείμενο ~ ~. Όλα έγιναν ~ ~ (= τσαπατσούλικα). Πβ. στο γόνατο., το βάζω στα πόδια (προφ.): φεύγω, τρέχω και γενικότ. απομακρύνομαι γρήγορα από μια επικίνδυνη, δύσκολη, δυσάρεστη κατάσταση: Το έβαλε ~ ~ πανικόβλητος/σαστισμένος/τρομαγμένος/φοβισμένος. Το έβαλε ~ ~ για να γλιτώσει. Της άρπαξε την τσάντα και το έβαλε ~ ~. Πβ. παίρνω δρόμο.|| (μτφ.) Δεν ~ ~ σε κάθε δυσκολία., τρεχάτε/βαστάτε ποδαράκια μου (να μη σας χέσει ο κώλος μου) (προφ.): για κατάσταση που απαιτεί να σπεύσει κάποιος., απλώνω τα πόδια μου μέχρι/ως εκεί που φτάνει το πάπλωμά μου βλ. πάπλωμα, βάζω φτερά (στα πόδια) βλ. φτερό, δοκιμάζει το πόδι/το χέρι (του) βλ. δοκιμάζω, η γη/το έδαφος χάνεται/φεύγει/υποχωρεί/γλιστράει/τρίζει κάτω από τα πόδια μου βλ. έδαφος, θα σου κόψω τα πόδια! βλ. κόβω, κόβονται/λύνονται/τρέμουν τα γόνατά/τα πόδια μου βλ. γόνατο, με την μπάλα στα πόδια βλ. μπάλα, πατάει σταθερά στα πόδια του βλ. σταθερός, πατώ πόδι βλ. πατώ, πατώ το πόδι μου (κάπου) βλ. πατώ, σηκώθηκαν τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι βλ. σηκώνω, σηκώνω στο πόδι βλ. σηκώνω, στέκομαι όρθιος/στα πόδια μου βλ. στέκομαι, στις μύτες (των ποδιών) βλ. μύτη, στύλωσε τα πόδια/τα στύλωσε βλ. στυλώνω, το κόβω με τα πόδια βλ. κόβω, του έβαλε/του έχει βάλει τα δυο πόδια σ' ένα παπούτσι βλ. παπούτσι, τραβά το χαλί κάτω απ' τα πόδια κάποιου βλ. χαλί [< αρχ. πόδιον, αγγλ. foot]

προσοχή

προσοχή προ-σο-χή ουσ. (θηλ.) 1. προσήλωση του νου σε κάτι, συγκέντρωση σε συγκεκριμένο (απτό ή νοητό) αντικείμενο: έλλειψη/(εξ)άσκηση/εξασφάλιση (της) ~ής. Αποσπώ την ~ κάποιου. Παρακολουθώ το μάθημα με ~. Επικεντρώνω/εστιάζω την ~ μου στην εισήγηση/στον ομιλητή. Έχει στραμμένη την ~ του στην επικείμενη αναμέτρηση (πβ. ενδιαφέρον). Απομάκρυνε την ~ του από τα προβλήματα. Δίνει ~ στα διεθνή θέματα. Είναι άξιο προσοχής ότι … Η έκθεση/ταινία αξίζει την ~/της ~ής του κοινού. Έχει τεταμένη την ~ή του. Οι εικόνες/τα πολυμέσα κινούν/προσελκύουν/τραβούν την ~ των μαθητών. Το ζήτημα δεν διέφυγε την ~ (συχνότ. εσφαλμ. της ~ής) μου. Το θέμα δεν έχει τύχει της ής που του αξίζει. Άκουσα/διάβασα/εξέτασα/μελέτησα κάτι με ~. Σημεία/στοιχεία άξια ~ής. ΑΝΤ. αβλεψία, απροσεξία 2. επαγρύπνηση, ώστε να αποφευχθεί κάτι, μέριμνα, φροντίδα, επιμέλεια: Απαιτείται/χρειάζεται μεγάλη ~, για να μην κάνουμε λάθος. Επιδεικνύει ιδιαίτερη ~, όταν οδηγεί. Με τη δέουσα/με λίγη ~ μπορούμε να ... Η υγεία σας θέλει ~. Τα παιδιά έχουν ανάγκη την ~ μας. Κάνω κάτι με ~ (= προσεκτικά). Η δυσμενής κατάσταση επέσυρε την ~ της πολιτείας/των πολιτών. Πβ. περίσκεψη, σύνεση, φρόνηση. ● ΣΥΜΠΛ.: στάση προσοχής: όρθια θέση κατά την οποία το σώμα είναι ακίνητο, τα χέρια εφάπτονται σε αυτό και τα πόδια είναι ενωμένα: Σταθήκαμε σε ~ ~ για την έπαρση/υποστολή της σημαίας., διάσπαση/απόσπαση (της) προσοχής βλ. διάσπαση, διαταραχή, ελλειμματική προσοχή βλ. ελλειμματικός ● ΦΡ.: βαράει προσοχή/προσοχές & (σπάν.) χτυπάει προσοχή/προσοχές (προφ.-μειωτ.): επιδεικνύει υποτακτική συμπεριφορά: ~ ~ στους επισήμους., μετά προσοχής (λόγ.): προσεκτικά, με σύνεση: Το φάρμακο πρέπει να χορηγείται ~ ~., προσοχή (επιφωνηματικά ή ελλειπτικά) 1. πρόσεχε ή πρόσεξε, φυλάξου: ~ στις απομιμήσεις/στον δρόμο/στις ηλεκτρονικές απάτες/στον ήλιο/στο κενό/στα λάθη! ~ επείγον/ιός/κίνδυνος/παγίδα/σκύλος! ~, μη βιάζεστε! ~! Εκτελούνται έργα. 2. (συνήθ. ΣΤΡΑΤ.) παράγγελμα για να σταθεί κάποιος όρθιος και ακίνητος σε στάση προσοχής. Βλ. αλτ1, ανάπαυση., στέκομαι προσοχή: σε στάση προσοχής· κατ' επέκτ. υπακούω από σεβασμό, φόβο ή δουλοπρέπεια: (ΣΤΡΑΤ.) Στάθηκε ~ και χαιρέτησε στρατιωτικά. Σταθήκαμε ~ για την ανάκρουση του Eθνικού Ύμνου.|| Μπροστά στον πατέρα του ~εται ~. Πβ. κάθομαι/στέκομαι κλαρίνο/σούζα/απίκο. , εφιστώ την προσοχή βλ. εφιστώ, κλέβω την προσοχή/τα βλέμματα βλ. κλέβω, στο επίκεντρο/στο κέντρο του ενδιαφέροντος/της προσοχής βλ. ενδιαφέρον [< αρχ. προσοχή, γαλλ.-αγγλ. attention]

σταυρώνω

σταυρώνω σταυ-ρώ-νω ρ. (μτβ.) {σταύρω-σα, σταυρώ-θηκε, (λόγ. μτχ. -θείς), -μένος, σταυρών-οντας} 1. θανατώνω κάποιον, τοποθετώντας τον πάνω σε σταυρό: (ΕΚΚΛΗΣ.) Ο ~θείς και αναστάς Κύριος. 2. σχηματίζω (με τα δάχτυλα του χεριού) το σημείο του σταυρού, με σκοπό να δώσω ευχή, ευλογία ή να εξορκίσω το κακό: ~ουν με το Άγιο Φως το ανώφλι της εξώπορτας τρεις φορές. Ο ιερέας ~ει τους πιστούς με λάδι στο μέτωπο, το πιγούνι, τα μάγουλα και τα χέρια. 3. (για μέλη του σώματος ή αντικείμενα) τοποθετώ σε σχήμα σταυρού ή Χ· διασταυρώνομαι: ~σε τα χέρια στο στήθος. ~σε τις γάμπες/τα πόδια της.|| Το αριστερό πόδι ~ει πάνω από το δεξί (: για βήματα χορού). 4. (προφ.) σημειώνω σταυρό (ως γραπτό σύμβολο): ~ουν τον υποψήφιο που επιθυμούν. Βλ. ψηφίζω. 5. (προφ., συνήθ. με άρνηση) αποκτώ, πετυχαίνω: Δεν ~ει άντρα/γυναίκα/δουλειά. Βγαίνει στη γύρα, μπας και ~σει κανά μεροκάματο/πελάτη. Πού να ~σει μπαλιά. Σε όλο το ταξίδι δεν ~σαμε κουβέντα (: δεν μιλήσαμε καθόλου). 6. (μτφ.-προφ.) βασανίζω, ταλαιπωρώ: Με ~ει η αδιαφορία του. Μη με ~εις, σε παρακαλώ! Βλ. πρήζω. 7. (σπάν.-μτφ.) παρακαλώ επίμονα, εκλιπαρώ: Με ~σε να μην πω κουβέντα. Βλ. ορκίζω. ● ΦΡ.: κάθομαι/μένω/περιμένω/στέκομαι με σταυρωμένα/δεμένα χέρια/σταυρώνω τα χέρια: μένω άπρακτος, αδρανώ: Με το να καθόμαστε με τα χέρια ~, δεν λύνονται τα προβλήματα. Δεν μπορώ να μένω με ~ ~, όταν οι άλλοι υποφέρουν. Σταύρωσε τα ~ και δεν έκανε τίποτα/περίμενε. Βλ. αδιαφορώ, παραιτούμαι., σταυρώνω τα δάχτυλά μου (προφ.): τοποθετώ τον δείκτη πάνω από το μέσο δάχτυλο για πρόκληση τύχης ή αποτροπή ατυχίας: ~ ~ να μου απαντήσουν θετικά. [< μεσν. σταυρώνω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.