Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • στέρεμα στέ-ρε-μα ουσ. (ουδ.) (προφ.): το αποτέλεσμα του στερεύω: ~ πηγών και πηγαδιών. Βλ. άδειασμα, αποξήρανση.|| (μτφ.) ~ της έμπνευσης/ιδεών. Πβ. εξάντληση.

άδειασμα

άδειασμα [ἄδειασμα] ά-δεια-σμα ουσ. (ουδ.) 1. αφαίρεση του περιεχομένου, εκκένωση: ~ βόθρου/κάδου/μπαταρίας (πβ. απο-, εκ-φόρτιση)/σακούλας/σκληρού δίσκου/σπιτιού από έπιπλα/της τσέπης (: ξόδεμα όλων των χρημάτων). ~ των χωριών λόγω της αστυφιλίας.|| (μτφ.) ~ του μυαλού από σκέψεις. ΑΝΤ. γέμισμα (1), τιγκάρισμα 2. (προφ.) η μη κάλυψη, στήριξη, συνήθ. υψηλά ιστάμενου προσώπου από τον ιεραρχικά ανώτερο: δημόσιο/πολιτικό ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.