στήριξη στή-ρι-ξη ουσ. (θηλ.) 1. (μτφ.) υποστήριξη, ενίσχυση: άμεση/αποτελεσματική/διοικητική/ενεργή/ηθική/κοινωνική/νομική/οικονομική/ουσιαστική/πολιτική/συμβουλευτική/συναισθηματική/υλική/ψυχολογική ~. ~ του αγροτικού εισοδήματος/της απεργίας/των αστέγων/του εκπαιδευτικού έργου/της επιχειρηματικότητας/του υποψήφιου δημάρχου. Τεχνική ~ πληροφοριακών συστημάτων των σχολικών μονάδων. (ΠΑΙΔΑΓ.) Παράλληλη ~ (: πρόσθετη διδακτική βοήθεια σε μαθητές με αναπηρία). Νομοσχέδιο για τη ~ της οικογένειας. Πρωτοβουλία χωρίς τη ~ της Πολιτείας. ~ στους πληγέντες από τον σεισμό. Ζητώ/παρέχω/προσφέρω/χρειάζομαι ~. Σας ευχαριστούμε πολύ για τη ~ή σας. Πβ. βοήθεια, συμπαράσταση.2. στερέωση, σταθεροποίηση: επιφανειακή/μηχανική ~. ~ βάσης με βίδες/του κορμού με τα χέρια/οροφής με δοκούς/σεισμόπληκτων οικιών με υποστυλώματα. Βραχίονες/τοίχοι ~ης. Σωστή ~ της πλάτης. Μαξιλάρι ~ης κεφαλιού. Γάντζος ~ης φωτιστικών.|| (συνεκδ. στον πληθ., οτιδήποτε στηρίζει κάτι:) Αντικραδασμικές/ελαστικές ~ίξεις. ΣΥΝ. συγκράτηση (1) 3. (μτφ.) τεκμηρίωση, θεμελίωση: ~ αποφάσεων/απόψεων/αρχών/ισχυρισμών/προτάσεων. Επιχειρήματα προς ~ της προσφυγής (πβ. αιτιολόγηση). Θεωρητική ~ έρευνας. Το άρθρο συνοδεύεται από διεξοδική/πλούσια βιβλιογραφική ~.|| ~ (= εναπόθεση) των ελπίδων μας στους ... ● ΣΥΜΠΛ.: Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης βλ. κοινοτικός, Πρόσθετη Διδακτική Στήριξη βλ. πρόσθετος [< αρχ. στήριξις, αγγλ. support, γαλλ. soutènement]
κοινοτικός
κοινοτικός, ή, ό κοι-νο-τι-κός επίθ. 1. (κ. με κεφαλ. Κ) που σχετίζεται με την Ευρωπαϊκή Ένωση: ~ός: έλεγχος. ~ή: αλληλεγγύη/ενίσχυση/νομοθεσία/πολιτική/πρωτοβουλία/χρηματοδότηση. ~ό: δίκαιο/δίπλωμα ευρεσιτεχνίας/πρόγραμμα. ~οί: μηχανισμοί/νόμοι/οργανισμοί/στόχοι. ~ές: πρωτοβουλίες. ~ά: κονδύλια/όργανα.|| (για πρόσ.) ~ός: δικαστής/επίτροπος. ~οί: εταίροι/παραγωγοί/υπάλληλοι. (ΑΘΛ.) ~οί: παίκτες. Βλ. αντι~, δια~, ενδο~, εξω~, εθν-, κρατ-ικός.2. (παλαιότ.) που αναφέρεται στην κοινότητα: ~ός: ξενώνας/παιδικός σταθμός. ~ό: συμβούλιο. ~ά: γραφεία. ● ΣΥΜΠΛ.: κοινοτικό διαβατήριο: (για αθλητές) που εξασφαλίζει στον κάτοχό του τη δυνατότητα να αγωνίζεται σε οποιαδήποτε χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς να θεωρείται ξένος., Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης (ακρ. ΚΠΣ) & (προφ.) Κοινοτικό Πλαίσιο: ΠΟΛΙΤ.-ΟΙΚΟΝ. οικονομική ενίσχυση που λαμβάνει ένα κράτος-μέλος από την Ευρωπαϊκή Ένωση για συγκεκριμένη χρονική περίοδο με σκοπό την υλοποίηση αναπτυξιακών προγραμμάτων στο κέντρο και κυρ. την περιφέρειά του: Έργο που χρηματοδοτείται από το ~ ~. Βλ. ΕΣΠΑ. [< αγγλ. community support framework] , Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας βλ. δημοτικός, ευρωπαϊκό/κοινοτικό κεκτημένο βλ. κεκτημένο, κοινοτική οδηγία/οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης βλ. οδηγία, κοινοτικοί πόροι βλ. πόρος, κοινοτικός κανονισμός βλ. κανονισμός, κρατικός/δημόσιος/κοινοτικός προϋπολογισμός βλ. προϋπολογισμός, τοπικό διαμέρισμα βλ. διαμέρισμα [< 1: γαλλ. communautaire 2: γαλλ. communal]
πρόσθετος
πρόσθετος, η, ο πρό-σθε-τος επίθ. 1. που προστίθεται σε κάτι που προϋπάρχει ή προβλέπεται, επιπρόσθετος, επιπλέον: ~ος: έλεγχος/εξοπλισμός/κίνδυνος/λόγος/παράγοντας/στόχος/χώρος. ~η: αμοιβή (πβ. μπόνους)/ασφάλεια/βοήθεια/εισφορά/επιβάρυνση/εργασία/κατηγορία/μνήμη (υπολογιστών)/στήριξη. ~ο: εξάρτημα/κόστος/κριτήριο/οικονομικό βάρος/προσόν/(διδακτικό/ηλεκτρονικό) υλικό. ~οι: δασμοί. ~ες: ανάγκες/δαπάνες/παροχές/χρεώσεις. ~α: έξοδα/κονδύλια/προγράμματα/προνόμια/στοιχεία/τέλη. Επιβλήθηκε ~ φόρος. ~ο πρωτόκολλο της συμφωνίας συνεργασίας. ~οι πόροι χρηματοδότησης. Θα ληφθούν ~α μέτρα (πβ. συμπληρωματικός). Πβ. προστιθέμενος.2. (συνήθ. για μέλος του ανθρώπινου σώματος) που έχει τοποθετηθεί για να αντικαταστήσει κάτι που λείπει: ~α: δόντια/μαλλιά. Πβ. προσθετικός, τεχνητός. ● Ουσ.: πρόσθετα (τα): οτιδήποτε προστίθεται σε ένα προϊόν, για να του προσδώσει επιθυμητές ιδιότητες: ενισχυτικά ~. ~ κονιαμάτων/σκυροδέματος. ~ για ορυκτέλαια. ● επίρρ.: πρόσθετα & (λόγ.) προσθέτως ● ΣΥΜΠΛ.: πρόσθετα (τροφίμων) & πρόσθετες ύλες τροφίμων/διατροφικά πρόσθετα: ΧΗΜ. φυσικές ή συνθετικές ουσίες (συντηρητικά, ομογενοποιητές, σταθεροποιητές, αντιοξειδωτικά, γλυκαντικά, χρωστικές ουσίες) που προστίθενται σε τρόφιμα, για να τα συντηρήσουν ή/και να βελτιώσουν τις ιδιότητές τους: εγκεκριμένα/επιτρεπόμενα ~ ~. Βλ. αριθμοί/κωδικοί Ε. [< αγγλ. additives, 1950, γαλλ. additifs alimentaires, 1986] , Πρόσθετη Διδακτική Στήριξη (ακρ. ΠΔΣ): πρόγραμμα ενισχυτικής διδασκαλίας που απευθύνεται στους μαθητές των Λυκείων: δωρεάν ~ ~. Μαθήματα/τμήματα ~ης ~ής ~ης. [< 1: αρχ. πρόσθετος, αγγλ. additive]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.