Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σταθεροποιητής στα-θε-ρο-ποι-η-τής ουσ. (αρσ.) ΧΗΜ. 1. {συνήθ. στον πληθ.} χημική ουσία η οποία προστίθεται σε τρόφιμα που περιέχουν γαλακτωματοποιητές, εμποδίζοντας τη διάσπαση των συστατικών του γαλακτώματος, με αποτέλεσμα τη συντήρησή τους. Βλ. πρόσθετα (τροφίμων). 2. κολλοειδής ουσία, η οποία προστίθεται σε αιωρήματα και τα σταθεροποιεί για την αποφυγή ή τον περιορισμό της καταβύθισής τους. ● ΣΥΜΠΛ.: σταθεροποιητής τάσης: ΗΛΕΚΤΡ. διάταξη που χρησιμοποιείται προκειμένου να διατηρείται σταθερή η τάση του ρεύματος. Πβ. γιου-πι-ες. [< 1: γαλλ. stabilisateur, 1907]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.