σταθεροποιώ [σταθεροποιῶ] στα-θε-ρο-ποι-ώ ρ. (μτβ.) {σταθεροποι-είς ... | σταθεροποί-ησε, -είται, -ήθηκε, -ημένος, -ώντας}: καθιστώ ή διατηρώ κάτι σταθερό: Τροφή που ~εί τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα. Η συμφωνία ~ησε τις σχέσεις των δύο χωρών (: έφερε ισορροπία). Η εταιρεία ~ησε τα οικονομικά της. Οι γιατροί κατάφεραν να ~ήσουν την κατάσταση της υγείας του. ~ήθηκε η τιμή του πετρελαίου. ~ημένη: θερμοκρασία. ~μένες: συνθήκες. Πβ. εδραι-, παγι-ώνω. Βλ. -ποιώ.|| ~ησε τα μαλλιά της με λακ. Πβ. στερεώνω, φιξάρω. ΑΝΤ. αποσταθεροποιώ [< μτγν. σταθεροποιῶ, γαλλ. consolider]
-ποιώ
-ποιώ (λόγ.) β' συνθετικό ρημάτων με τη σημασία του 1. κάνω κάτι: αξιο~ (βλ. -λογώ)/γνωστο~/ενοχο~/εντατικο~/ποινικο~.|| (με πρόθ.) Εκ~.2. δίνω συγκεκριμένη μορφή: ψηφιο~.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.