Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σταθεροποιώ [σταθεροποιῶ] στα-θε-ρο-ποι-ώ ρ. (μτβ.) {σταθεροποι-είς ... | σταθεροποί-ησε, -είται, -ήθηκε, -ημένος, -ώντας}: καθιστώ ή διατηρώ κάτι σταθερό: Τροφή που ~εί τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα. Η συμφωνία ~ησε τις σχέσεις των δύο χωρών (: έφερε ισορροπία). Η εταιρεία ~ησε τα οικονομικά της. Οι γιατροί κατάφεραν να ~ήσουν την κατάσταση της υγείας του. ~ήθηκε η τιμή του πετρελαίου. ~ημένη: θερμοκρασία. ~μένες: συνθήκες. Πβ. εδραι-, παγι-ώνω. Βλ. -ποιώ.|| ~ησε τα μαλλιά της με λακ. Πβ. στερεώνω, φιξάρω. ΑΝΤ. αποσταθεροποιώ [< μτγν. σταθεροποιῶ, γαλλ. consolider]

-ποιώ

-ποιώ (λόγ.) β' συνθετικό ρημάτων με τη σημασία του 1. κάνω κάτι: αξιο~ (βλ. -λογώ)/γνωστο~/ενοχο~/εντατικο~/ποινικο~.|| (με πρόθ.) Εκ~. 2. δίνω συγκεκριμένη μορφή: ψηφιο~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.