αργά[ἀργά] αρ-γά επίρρ. {συγκρ. αργότερα} 1. σιγά, χωρίς βιασύνη, με χαλαρούς ρυθμούς: ~ και με προσοχή. Γράφω/κινούμαι/οδηγώ ~. Πολύ ~ περνάει σήμερα η ώρα. Κατευθύνθηκε ~ ~ προς το μέρος της. Προσθέτουμε ~ ~ αλεύρι στη ζύμη (ΣΥΝ. λίγο-λίγο, σταδιακά). Πβ. βραδέως. ΑΝΤ. γρήγορα (1), ταχέως (1) 2. σε περασμένη ώρα: ~ το απόγευμα/τη νύχτα/το πρωί. Ξύπνησα ~. Γύρισα σπίτι ~ (= το βράδυ). Φτάσαμε ~ και είχαν ήδη φύγει (= καθυστερημένα· ΑΝΤ. έγκαιρα). Θα δουλεύω μέχρι ~. ΑΝΤ. νωρίς (2) 3. (κυρ. στον συγκρ.) μετά από την καθορισμένη ώρα ή γενικότ. στο μέλλον: Δέκα λεπτά/χρόνια αργότερα. Συναντήθηκαν το μεσημέρι και αργότερα πήγαν για φαγητό. Η εκδήλωση αναβλήθηκε για αργότερα. Καν' το τώρα, για να μην το μετανιώσεις αργότερα. ● Υποκ.: αργούτσικα ● ΦΡ.: αργά ή γρήγορα: δηλώνει βεβαιότητα πως κάποια στιγμή θα επιβεβαιωθούν τα λεγόμενα του ομιλητή: ~ ~ θα συναντηθούν/τιμωρηθεί., αργά και πού: σπάνια, σε ειδικές ή έκτακτες περιπτώσεις. ΣΥΝ. αραιά και πού, αργά, αλλά σταθερά: λέγεται συνήθ. για να δηλωθεί ότι δεν υπάρχουν απότομες διακυμάνσεις ή για να μετριαστεί η καθυστέρηση που παρατηρείται: ~ ~ εξελίσσεται η κατάσταση της υγείας του/προχωρούν τα έργα., είναι αργά: έχει περάσει η καθορισμένη ώρα ή το κατάλληλο χρονικό διάστημα: ~ ~ για παραγγελίες/για να γυρίσει πίσω. ~ ~ και όλα τα μαγαζιά είναι κλειστά. Πήγαινε τώρα πριν να ~ ~. Ποτέ δεν ~ ~. Αύριο θα ~ ~, θα έχει πετάξει το πουλάκι. Το καταλάβαμε το λάθος όταν πια ήταν ~., τα ζώα μου αργά (ειρων.-χιουμορ.): για να δηλωθούν οι αργοί ρυθμοί, η αδράνεια ή έλλειψη ευστροφίας κάποιου: Καλά, αυτός είναι ~ ~! Δεν παίρνει στροφές, είναι ~ ~., το αργότερο: για να δηλωθεί η τελευταία προθεσμία: ~ ~ (ως) τη Δευτέρα θα έχουν ανακοινωθεί οι βαθμολογίες. Σήμερα ή ~ ~ αύριο όλα θα έχουν τελειώσει. ΑΝΤ. το νωρίτερο, κάλλιο αργά παρά ποτέ βλ. κάλλιο ● βλ. αργός [< μεσν. αργά]
επιτόκιο[ἐπιτόκιο] ε-πι-τό-κι-ο ουσ. (ουδ.) {επιτοκί-ου | -ων}: ΟΙΚΟΝ. τόκος τον οποίο αποδίδει κεφάλαιο εκατό νομισματικών μονάδων μέσα σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, συνήθ. ένα έτος: ανταγωνιστικό/βασικό/διατραπεζικό/διευθετήσιμο/ετήσιο/ισχύον/κλιμακούμενο/μεταβλητό/μηνιαίο/ονομαστικό/πραγματικό/προνομιακό/χρεωστικό ~. ~ αναφοράς/αναχρηματοδότησης/δανεισμού/επενδύσεων/καταθέσεων/ταμιευτηρίου/χορηγήσεων. ~ υπερημερίας (: βάσει του οποίου υπολογίζονται οι τόκοι επί ληξιπρόθεσμων οφειλών). ~ 6%. Βραχυπρόθεσμα/μακροπρόθεσμα ~α. ~α πιστωτικών καρτών. Επιδότηση ~ου. Αναπροσαρμογή/άνοδος/αύξηση/μείωση/πτώση των ~ων. Συμφωνία ανταλλαγής ~ων. Βλ. ευρω~. ● ΣΥΜΠΛ.: παρεμβατικό επιτόκιο: επιτόκιο που ορίζεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. [< διεθν. Εuribor (Euro Interbank Offered Rate)] , σταθερό επιτόκιο: που παραμένει αμετάβλητο. [< αγγλ. fixed (interest) rate] , κυμαινόμενο επιτόκιο βλ. κυμαίνεται, προεξοφλητικό επιτόκιο βλ. προεξοφλητικός [< μτγν. ἐπιτόκιον]
-ερός, ή, ό: επίθημα για την παραγωγή επιθέτων που δηλώνουν χαρακτηριστικό, ιδιότητα ή σύσταση: βλαβ~/βροχ~/γυαλιστ~/ζοφ~/θλιβ~/λυπητ~/τρομ~/τρυφ~/τυχ~/φθον~/φοβ~.|| Bαμβακ~.
στάσιμος, η, ο στά-σι-μος επίθ. 1. (συχνά αρνητ. συνυποδ.) που δεν παρουσιάζει μεταβολή, εξέλιξη, πρόοδο ή δεν προβιβάζεται: ~η: αγορά/ανάπτυξη/οικονομία (πβ. ακινητοποιημένη). Η κατάσταση της υγείας του παραμένει ~η (= αμετάβλητη). Βλ. σταθερός, στατικός.|| (για μαθητή:) Έμεινε ~ (: στην ίδια τάξη· πβ. ανεξεταστέος) λόγω απουσιών. Μισθολογικά ~ (= καθηλωμένος) υπάλληλος. 2. που δεν μετακινείται: ~ος: πληθυσμός.|| (ΜΕΤΕΩΡ.) ~ο: μέτωπο. Πβ. ακίνητος. ● ΣΥΜΠΛ.: στάσιμα νερά & (σπάν.) στάσιμα ύδατα: λιμνάζοντα νερά/ύδατα., στάσιμο κύμα: ΦΥΣ. συμβολή δύο κυμάτων που μεταδίδονται στο ίδιο μέσο με την ίδια συχνότητα, αλλά αντίθετη κατεύθυνση: ~ ~ σε χορδή. [< αγγλ. standing/stationary wave] [< αρχ. στάσιμος, γαλλ. stagnant, stationnaire]
τροχιάτρο-χιά ουσ. (θηλ.) 1. ΑΣΤΡΟΝ. η κίνηση ουράνιου σώματος γύρω από ένα άλλο που το συγκρατεί με τη βαρυτική του έλξη: έκκεντρη/κυκλική/μέση/πολική/χαμηλή ~. Η ~ της Γης/σελήνης. ~ κομήτη. Επίπεδο/κλίση/περίοδος ~ιάς. Αλλαγή της ~ιάς του αστεροειδούς. Οι αστέρες/πλανήτες ακολουθούν ελλειπτική ~. Το διαστημόπλοιο βρίσκεται/μπήκε σε ~ γύρω από τον Άρη. Ο δορυφόρος τέθηκε σε ~/εκτός ~ιάς. 2. (μτφ.) πορεία: σε αναπτυξιακή/ανοδική/αρνητική/αυξητική/θετική/καθοδική/πτωτική ~ οι αγορές/οι τιμές του πετρελαίου. Βρίσκονται σε ~ ανανέωσης/ανόδου/νίκης/(πρόωρων) εκλογών/σύγκρουσης. Η χώρα θα επανέλθει σε ~ ανάκαμψης. Σε ~ υλοποίησης εισέρχεται η συμφωνία. Η ομάδα μπήκε σε ~ πρόκρισης/σε νέα ~/στην τελική ~. Διέγραψε λαμπρή ~ στο μουσικό στερέωμα. Πβ. κατεύθυνση, φορά. 3. ΦΥΣ. το σύνολο των σημείων από τα οποία περνά ένα σώμα κατά τη διάρκεια της κίνησής του: κλειστή/σπειροειδής ~. Περιοδικές ~ιές. Η ακτίνα της ~ιάς που διαγράφει σωματίδιο. Μπάλα που κινείται σε/ακολουθεί ευθύγραμμη ~. Η ηλεκτρομαγνητική δύναμη κρατά τα ηλεκτρόνια σε ~ γύρω από τον πυρήνα.|| ~ βλήματος. Βολές όπλων ευθυτενούς ή καμπύλης ~ιάς. 4. σιδηροτροχιά: πλάτος ~ιάς. Γραμμή με διπλή ~. ● ΣΥΜΠΛ.: μέσα σταθερής τροχιάς: το τρένο, το τραμ, το μετρό, ο προαστιακός και ο ηλεκτρικός σιδηρόδρομος., ανάδρομη πορεία/κίνηση/τροχιά/φορά βλ. ανάδρομος, βαλλιστική τροχιά βλ. βαλλιστικός, γεωστατική τροχιά βλ. γεωστατικός [< πβ. μτγν. τροχιά ‘κύκλος του τροχού, ελαστικός ιμάντας’, γαλλ. orbite]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ