Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σταθερός , ή, ό στα-θε-ρός επίθ. ΑΝΤ. ασταθής 1. που αντιστέκεται στη μεταβολή της κατάστασης ή της άποψής του, που παραμένει ίδιος: ~ός: γάμος/καιρός/μισθός/πόνος/προσανατολισμός/ρυθμός/στόχος/συντελεστής. ~ή: ανάπτυξη/απόδοση/αύξηση/βελτίωση/διαμονή (πβ. μόνιμη)/δουλειά (πβ. συνεχής)/ζήτηση/θερμοκρασία/κυβέρνηση/οικονομία/πελατεία/ποιότητα/πολιτική/πορεία/πτώση/ροή/σχέση/τάση/ταχύτητα. ~ό: βάρος/(ΦΥΣ.) ισότοπο/μέγεθος (ΑΝΤ. μεταβλητό)/νόμισμα/προβάδισμα. ~ά: υλικά/χρώματα (= αναλλοίωτα). ~ στις επιδόσεις του. ~ή ισορροπία μεταξύ εγχώριας αγοράς και εξαγωγών. ~ διατηρείται ο αριθμός των ανέργων. ~ή παραμένει η κατάσταση του ασθενή. Δεν έχω ~ό κύκλο (= ~ή περίοδο, βλ. ακανόνιστος). Τίποτε δεν είναι/μένει ~ό, όλα αλλάζουν. Προϊόν ~ό στις προτιμήσεις των καταναλωτών. Πβ. αμετάβλητος. Βλ. στάσιμος.|| Με ~ή πίστη. Μίλησε με ~ή φωνή (πβ. αποφασιστική). Έχω ~ές αντιλήψεις/πεποιθήσεις. Άνθρωπος με ~ές αξίες/συνήθειες.|| (για πρόσ.) ~ός: συνεργάτης/φίλος (ΣΥΝ. πιστός)/χαρακτήρας (ΑΝΤ. άστατος). ~ σαν βράχος. Παραμένει ~ή (= συνεπής) στις επιλογές της χρόνια τώρα. Είναι ~ στις αποφάσεις/αρχές του. Πβ. ακλόνητος, αμετακίνητος. Βλ. φωτο~. ΑΝΤ. ευμετάβλητος 2. που δεν μετακινείται εύκολα ή που έχει καλή ισορροπία, στέρεος: ~ός: βατήρας/γερανός/εξοπλισμός/ηλεκτρονικός υπολογιστής (ΑΝΤ. φορητός)/φακός. ~ή: βάση/γέφυρα/εξέδρα/κατασκευή/κεραία/τροχαλία. ~ό: έδαφος/κτίριο/πτερύγιο/(ΜΑΘ.) σημείο/στήριγμα/φράγμα. ~οί: άξονες/προβολείς. Αεροσκάφος ~ό στην πτήση. Το αυτοκίνητο δεν είναι πολύ ~ό στις στροφές. Ενισχυμένο πλαίσιο για ~ή οδήγηση. Πλησίασε με ~ό βήμα, ατάραχος. Έχει ~ό χέρι (: κάνει ακριβείς κινήσεις). Κράτησέ μου ~ό το χαρτί, για να γράψω. Πβ. ευσταθής. ΑΝΤ. κινητός (1) 3. ΧΗΜ. που δεν διασπάται εύκολα, που δεν μεταβάλλονται οι ιδιότητες ή η σύστασή του από εξωτερική αιτία: ~ή: ένωση. Ένα πρωτόνιο είναι ~ό, ενώ ένα νετρόνιο όχι. Βλ. -ερός. ● επίρρ.: σταθερά ● ΣΥΜΠΛ.: σταθερή τηλεφωνία: ΤΗΛΕΠ. η επικοινωνία μέσω σταθερών τηλεφώνων, η τεχνολογία και οι υπηρεσίες που την υποστηρίζουν: φθηνότερη η ~ ~ και το ίντερνετ. ΑΝΤ. κινητή τηλεφωνία [< αγγλ. fixed telephony] , σταθερό τηλέφωνο & (προφ.) σταθερό: ΤΗΛΕΠ. τηλεφωνική συσκευή με καλωδιακή σύνδεση, κατ' αντιδιαστολή προς το κινητό τηλέφωνο και κατ' επέκτ. η αντίστοιχη σύνδεση ή ο αριθμός κλήσης: Καλέστε από ~ ~.|| Στο νησί δεν έχω ~.|| Δώσε μου το ~ σου! ΑΝΤ. κινητό [< αγγλ. fixed phone] , μέσα σταθερής τροχιάς βλ. τροχιά, σταθερό επιτόκιο βλ. επιτόκιο ● ΦΡ.: πατάει σταθερά στα πόδια του (μτφ.): είναι λογικός και προσγειωμένος., αργά, αλλά σταθερά βλ. αργά [< αρχ. σταθερός ‘αμετακίνητος, γαλήνιος’, αγγλ.-γαλλ. stable]

αργά

αργά[ἀργά] αρ-γά επίρρ. {συγκρ. αργότερα} 1. σιγά, χωρίς βιασύνη, με χαλαρούς ρυθμούς: ~ και με προσοχή. Γράφω/κινούμαι/οδηγώ ~. Πολύ ~ περνάει σήμερα η ώρα. Κατευθύνθηκε ~ ~ προς το μέρος της. Προσθέτουμε ~ ~ αλεύρι στη ζύμη (ΣΥΝ. λίγο-λίγο, σταδιακά). Πβ. βραδέως. ΑΝΤ. γρήγορα (1), ταχέως (1) 2. σε περασμένη ώρα: ~ το απόγευμα/τη νύχτα/το πρωί. Ξύπνησα ~. Γύρισα σπίτι ~ (= το βράδυ). Φτάσαμε ~ και είχαν ήδη φύγει (= καθυστερημένα· ΑΝΤ. έγκαιρα). Θα δουλεύω μέχρι ~. ΑΝΤ. νωρίς (2) 3. (κυρ. στον συγκρ.) μετά από την καθορισμένη ώρα ή γενικότ. στο μέλλον: Δέκα λεπτά/χρόνια αργότερα. Συναντήθηκαν το μεσημέρι και αργότερα πήγαν για φαγητό. Η εκδήλωση αναβλήθηκε για αργότερα. Καν' το τώρα, για να μην το μετανιώσεις αργότερα. ● Υποκ.: αργούτσικα ● ΦΡ.: αργά ή γρήγορα: δηλώνει βεβαιότητα πως κάποια στιγμή θα επιβεβαιωθούν τα λεγόμενα του ομιλητή: ~ ~ θα συναντηθούν/τιμωρηθεί., αργά και πού: σπάνια, σε ειδικές ή έκτακτες περιπτώσεις. ΣΥΝ. αραιά και πού, αργά, αλλά σταθερά: λέγεται συνήθ. για να δηλωθεί ότι δεν υπάρχουν απότομες διακυμάνσεις ή για να μετριαστεί η καθυστέρηση που παρατηρείται: ~ ~ εξελίσσεται η κατάσταση της υγείας του/προχωρούν τα έργα., είναι αργά: έχει περάσει η καθορισμένη ώρα ή το κατάλληλο χρονικό διάστημα: ~ ~ για παραγγελίες/για να γυρίσει πίσω. ~ ~ και όλα τα μαγαζιά είναι κλειστά. Πήγαινε τώρα πριν να ~ ~. Ποτέ δεν ~ ~. Αύριο θα ~ ~, θα έχει πετάξει το πουλάκι. Το καταλάβαμε το λάθος όταν πια ήταν ~., τα ζώα μου αργά (ειρων.-χιουμορ.): για να δηλωθούν οι αργοί ρυθμοί, η αδράνεια ή έλλειψη ευστροφίας κάποιου: Καλά, αυτός είναι ~ ~! Δεν παίρνει στροφές, είναι ~ ~., το αργότερο: για να δηλωθεί η τελευταία προθεσμία: ~ ~ (ως) τη Δευτέρα θα έχουν ανακοινωθεί οι βαθμολογίες. Σήμερα ή ~ ~ αύριο όλα θα έχουν τελειώσει. ΑΝΤ. το νωρίτερο, κάλλιο αργά παρά ποτέ βλ. κάλλιο ● βλ. αργός [< μεσν. αργά]

επιτόκιο

επιτόκιο[ἐπιτόκιο] ε-πι-τό-κι-ο ουσ. (ουδ.) {επιτοκί-ου | -ων}: ΟΙΚΟΝ. τόκος τον οποίο αποδίδει κεφάλαιο εκατό νομισματικών μονάδων μέσα σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, συνήθ. ένα έτος: ανταγωνιστικό/βασικό/διατραπεζικό/διευθετήσιμο/ετήσιο/ισχύον/κλιμακούμενο/μεταβλητό/μηνιαίο/ονομαστικό/πραγματικό/προνομιακό/χρεωστικό ~. ~ αναφοράς/αναχρηματοδότησης/δανεισμού/επενδύσεων/καταθέσεων/ταμιευτηρίου/χορηγήσεων. ~ υπερημερίας (: βάσει του οποίου υπολογίζονται οι τόκοι επί ληξιπρόθεσμων οφειλών). ~ 6%. Βραχυπρόθεσμα/μακροπρόθεσμα ~α. ~α πιστωτικών καρτών. Επιδότηση ~ου. Αναπροσαρμογή/άνοδος/αύξηση/μείωση/πτώση των ~ων. Συμφωνία ανταλλαγής ~ων. Βλ. ευρω~. ● ΣΥΜΠΛ.: παρεμβατικό επιτόκιο: επιτόκιο που ορίζεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. [< διεθν. Εuribor (Euro Interbank Offered Rate)] , σταθερό επιτόκιο: που παραμένει αμετάβλητο. [< αγγλ. fixed (interest) rate] , κυμαινόμενο επιτόκιο βλ. κυμαίνεται, προεξοφλητικό επιτόκιο βλ. προεξοφλητικός [< μτγν. ἐπιτόκιον]

-ερός

-ερός, ή, ό: επίθημα για την παραγωγή επιθέτων που δηλώνουν χαρακτηριστικό, ιδιότητα ή σύσταση: βλαβ~/βροχ~/γυαλιστ~/ζοφ~/θλιβ~/λυπητ~/τρομ~/τρυφ~/τυχ~/φθον~/φοβ~.|| Bαμβακ~.

στάσιμος

στάσιμος, η, ο στά-σι-μος επίθ. 1. (συχνά αρνητ. συνυποδ.) που δεν παρουσιάζει μεταβολή, εξέλιξη, πρόοδο ή δεν προβιβάζεται: ~η: αγορά/ανάπτυξη/οικονομία (πβ. ακινητοποιημένη). Η κατάσταση της υγείας του παραμένει ~η (= αμετάβλητη). Βλ. σταθερός, στατικός.|| (για μαθητή:) Έμεινε ~ (: στην ίδια τάξη· πβ. ανεξεταστέος) λόγω απουσιών. Μισθολογικά ~ (= καθηλωμένος) υπάλληλος. 2. που δεν μετακινείται: ~ος: πληθυσμός.|| (ΜΕΤΕΩΡ.) ~ο: μέτωπο. Πβ. ακίνητος. ● ΣΥΜΠΛ.: στάσιμα νερά & (σπάν.) στάσιμα ύδατα: λιμνάζοντα νερά/ύδατα., στάσιμο κύμα: ΦΥΣ. συμβολή δύο κυμάτων που μεταδίδονται στο ίδιο μέσο με την ίδια συχνότητα, αλλά αντίθετη κατεύθυνση: ~ ~ σε χορδή. [< αγγλ. standing/stationary wave] [< αρχ. στάσιμος, γαλλ. stagnant, stationnaire]

τροχιά

τροχιάτρο-χιά ουσ. (θηλ.) 1. ΑΣΤΡΟΝ. η κίνηση ουράνιου σώματος γύρω από ένα άλλο που το συγκρατεί με τη βαρυτική του έλξη: έκκεντρη/κυκλική/μέση/πολική/χαμηλή ~. Η ~ της Γης/σελήνης. ~ κομήτη. Επίπεδο/κλίση/περίοδος ~ιάς. Αλλαγή της ~ιάς του αστεροειδούς. Οι αστέρες/πλανήτες ακολουθούν ελλειπτική ~. Το διαστημόπλοιο βρίσκεται/μπήκε σε ~ γύρω από τον Άρη. Ο δορυφόρος τέθηκε σε ~/εκτός ~ιάς. 2. (μτφ.) πορεία: σε αναπτυξιακή/ανοδική/αρνητική/αυξητική/θετική/καθοδική/πτωτική ~ οι αγορές/οι τιμές του πετρελαίου. Βρίσκονται σε ~ ανανέωσης/ανόδου/νίκης/(πρόωρων) εκλογών/σύγκρουσης. Η χώρα θα επανέλθει σε ~ ανάκαμψης. Σε ~ υλοποίησης εισέρχεται η συμφωνία. Η ομάδα μπήκε σε ~ πρόκρισης/σε νέα ~/στην τελική ~. Διέγραψε λαμπρή ~ στο μουσικό στερέωμα. Πβ. κατεύθυνση, φορά. 3. ΦΥΣ. το σύνολο των σημείων από τα οποία περνά ένα σώμα κατά τη διάρκεια της κίνησής του: κλειστή/σπειροειδής ~. Περιοδικές ~ιές. Η ακτίνα της ~ιάς που διαγράφει σωματίδιο. Μπάλα που κινείται σε/ακολουθεί ευθύγραμμη ~. Η ηλεκτρομαγνητική δύναμη κρατά τα ηλεκτρόνια σε ~ γύρω από τον πυρήνα.|| ~ βλήματος. Βολές όπλων ευθυτενούς ή καμπύλης ~ιάς. 4. σιδηροτροχιά: πλάτος ~ιάς. Γραμμή με διπλή ~. ● ΣΥΜΠΛ.: μέσα σταθερής τροχιάς: το τρένο, το τραμ, το μετρό, ο προαστιακός και ο ηλεκτρικός σιδηρόδρομος., ανάδρομη πορεία/κίνηση/τροχιά/φορά βλ. ανάδρομος, βαλλιστική τροχιά βλ. βαλλιστικός, γεωστατική τροχιά βλ. γεωστατικός [< πβ. μτγν. τροχιά ‘κύκλος του τροχού, ελαστικός ιμάντας’, γαλλ. orbite]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.