Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σταθμικός , ή, ό σταθ-μι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τη ή χρησιμοποιείται για τη μέτρηση βάρους: ~ός: μέσος όρος/συντελεστής. ~ή: απόδοση/μείωση/τιμή. ~ό: επιτόκιο/κόστος. Βλ. χωρο~.|| (ΧΗΜ.) ~ή: ανάλυση. [< μτγν. σταθμικός 'ζυγισμένος']

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.