Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • στατική στα-τι-κή ουσ. (θηλ.): ΦΥΣ. κλάδος της Μηχανικής που έχει ως αντικείμενο τα φυσικά συστήματα τα οποία βρίσκονται σε κατάσταση στατικής ισορροπίας, καθώς και τις δυνάμεις που ασκούνται σε αυτά: δομική/εφαρμοσμένη ~. ~ των κατασκευών/των στερεών σωμάτων. Βλ. δυναμική, κινηματική, υδρο~. [< γαλλ. statique, αγγλ. statics, γερμ. Statik]

δυναμική

δυναμικήδυ-να-μι-κή ουσ. (θηλ.) 1. (μτφ.) σύνολο δυνάμεων που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους σε ένα ευρύτερο σύστημα και οδηγούν σε θετικές εξελίξεις: η ~ της αγοράς/του διαδικτύου (= οι δυνατότητες). Η ~ της ιστορίας. 2. ΦΥΣ. (κ. με κεφαλ. Δ) κλάδος της Μηχανικής που έχει ως αντικείμενο την κίνηση των σωμάτων σε σχέση με τις δυνάμεις που την προκαλούν: οι νόμοι της ~ής. Βλ. αερο~, βιο~, γεω~, ηλεκτρο~, κινηματική, ρευστο~, υδρο~. ΑΝΤ. στατική 3. ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. οι διαδικασίες και δυνάμεις που οδηγούν στη διαμόρφωση, την εξέλιξη, τη μεταβολή ομάδας, κοινότητας ή κοινωνίας. Βλ. εμψύχωση. ● ΣΥΜΠΛ.: δυναμική της ομάδας ΨΥΧΟΛ.-ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ.: τομέας της ψυχοκοινωνιολογίας που μελετά τις αλληλεπιδράσεις των ατόμων σε μία μικρή κοινωνική ομάδα. [< αγγλ. group dynamics, 1939] , δυναμική (των) πληθυσμών βλ. πληθυσμός [< γαλλ. dynamique]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.