στατική στα-τι-κή ουσ. (θηλ.): ΦΥΣ. κλάδος της Μηχανικής που έχει ως αντικείμενο τα φυσικά συστήματα τα οποία βρίσκονται σε κατάσταση στατικής ισορροπίας, καθώς και τις δυνάμεις που ασκούνται σε αυτά: δομική/εφαρμοσμένη ~. ~ των κατασκευών/των στερεών σωμάτων. Βλ. δυναμική, κινηματική, υδρο~. [< γαλλ. statique, αγγλ. statics, γερμ. Statik]
δυναμική
δυναμικήδυ-να-μι-κή ουσ. (θηλ.) 1. (μτφ.) σύνολο δυνάμεων που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους σε ένα ευρύτερο σύστημα και οδηγούν σε θετικές εξελίξεις: η ~ της αγοράς/του διαδικτύου (= οι δυνατότητες). Η ~ της ιστορίας.2. ΦΥΣ. (κ. με κεφαλ. Δ) κλάδος της Μηχανικής που έχει ως αντικείμενο την κίνηση των σωμάτων σε σχέση με τις δυνάμεις που την προκαλούν: οι νόμοι της ~ής. Βλ. αερο~, βιο~, γεω~, ηλεκτρο~, κινηματική, ρευστο~, υδρο~. ΑΝΤ. στατική 3. ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. οι διαδικασίες και δυνάμεις που οδηγούν στη διαμόρφωση, την εξέλιξη, τη μεταβολή ομάδας, κοινότητας ή κοινωνίας. Βλ. εμψύχωση. ● ΣΥΜΠΛ.: δυναμική της ομάδας ΨΥΧΟΛ.-ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ.: τομέας της ψυχοκοινωνιολογίας που μελετά τις αλληλεπιδράσεις των ατόμων σε μία μικρή κοινωνική ομάδα. [< αγγλ. group dynamics, 1939] , δυναμική (των) πληθυσμών βλ. πληθυσμός [< γαλλ. dynamique]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.