σταυροειδής , ής, ές σταυ-ρο-ει-δής επίθ. (επιστ.): που έχει σχήμα σταυρού: ~ής: σύνδεσμος (αυτοκινήτου). ~ής: διάταξη. Σπαθί με ~ή λαβή. Πβ. σταυρωτός, χιαστός.|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ής: ελαστικότητα (: μετρά τον βαθμό ανταπόκρισης της ζήτησης ενός αγαθού, όταν μεταβάλλεται η τιμή άλλου αγαθού). ~είς: επιδοτήσεις/πωλήσεις. Βλ. -ειδής. ● επίρρ.: σταυροειδώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: σταυροειδής (εγγεγραμμένος) ναός: ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ. του οποίου ο χώρος διατάσσεται έτσι ώστε να σχηματίζεται στο εσωτερικό και στις στέγες σταυρός, που εγγράφεται σε ορθογώνιο: ~ ~ με νάρθηκα/τρούλο. Βλ. τρίκογχος. [< μτγν. σταυροειδής]
-ειδής
-ειδής, ής, ές {-ειδούς | -ειδείς (ουδ. -ειδή)} (επιστ. ή λόγ.): καταληκτικό επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει τα χαρακτηριστικά της κατηγορίας που ορίζεται από το θέμα: (κυρ. επιστ.) αδενο~/απλο~/διπλο~/αστερο~/κυματο~. (ειδικότ. ουσιαστικοπ. για ζώα ή φυτά που ανήκουν στην ίδια τάξη:) Αιλουρο~ή/πιθηκ~ή/φοινικο~ή.|| (μειωτ., για πρόσ. ή συμπεριφορά:) Ανθρωπο~. Χονδρο~. Βλ. -μορφος.
τρίκογχος
τρίκογχος, η, ο τρί-κογ-χος επίθ. & (προφ.) τρίκοχος: ΑΡΧΙΤ. (για ορθόδοξο ναό) που έχει τρεις κόγχες: ~η: βασιλική. ~ο: ιερό. Βλ. -κογχος, σταυροειδής (εγγεγραμμένος) ναός. [< μτγν. τρίκογχος] ΤΡΙΚΟΓΧΟΣ
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.