Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σταυροειδής , ής, ές σταυ-ρο-ει-δής επίθ. (επιστ.): που έχει σχήμα σταυρού: ~ής: σύνδεσμος (αυτοκινήτου). ~ής: διάταξη. Σπαθί με ~ή λαβή. Πβ. σταυρωτός, χιαστός.|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ής: ελαστικότητα (: μετρά τον βαθμό ανταπόκρισης της ζήτησης ενός αγαθού, όταν μεταβάλλεται η τιμή άλλου αγαθού). ~είς: επιδοτήσεις/πωλήσεις. Βλ. -ειδής. ● επίρρ.: σταυροειδώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: σταυροειδής (εγγεγραμμένος) ναός: ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ. του οποίου ο χώρος διατάσσεται έτσι ώστε να σχηματίζεται στο εσωτερικό και στις στέγες σταυρός, που εγγράφεται σε ορθογώνιο: ~ ~ με νάρθηκα/τρούλο. Βλ. τρίκογχος. [< μτγν. σταυροειδής]

-ειδής

-ειδής, ής, ές {-ειδούς | -ειδείς (ουδ. -ειδή)} (επιστ. ή λόγ.): καταληκτικό επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει τα χαρακτηριστικά της κατηγορίας που ορίζεται από το θέμα: (κυρ. επιστ.) αδενο~/απλο~/διπλο~/αστερο~/κυματο~. (ειδικότ. ουσιαστικοπ. για ζώα ή φυτά που ανήκουν στην ίδια τάξη:) Αιλουρο~ή/πιθηκ~ή/φοινικο~ή.|| (μειωτ., για πρόσ. ή συμπεριφορά:) Ανθρωπο~. Χονδρο~. Βλ. -μορφος.

τρίκογχος

τρίκογχος, η, ο τρί-κογ-χος επίθ. & (προφ.) τρίκοχος: ΑΡΧΙΤ. (για ορθόδοξο ναό) που έχει τρεις κόγχες: ~η: βασιλική. ~ο: ιερό. Βλ. -κογχος, σταυροειδής (εγγεγραμμένος) ναός. [< μτγν. τρίκογχος] ΤΡΙΚΟΓΧΟΣ

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.