Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σταφιδιάζω στα-φι-διά-ζω ρ. (αμτβ.) {σταφίδια-σα, -σμένος}: (μτφ.) χάνω τη σφριγηλότητά μου· αφυδατώνομαι, ζαρώνω: Το δέρμα της ρυτίδιασε και ~σε.σταφιδιάζει: (για φρούτο) συρρικνώνεται, επειδή αποβάλλει τους χυμούς του: Άφησαν τα σταφύλια στον ήλιο να ~σουν και να αποξηρανθούν. [< 17ος αι.]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.