Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σταχυολογώ [σταχυολογῶ] στα-χυ-ο-λο-γώ ρ. (μτβ.) {σταχυολογ-είς ..., -ώντας | σταχυολόγ-ησα, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ούμενος, -ημένος}: επιλέγω και συγκεντρώνω αποσπάσματα ή άλλα στοιχεία: ~ αποφθέγματα/άρθρα/αφηγήσεις/γνωμικά/δηλώσεις/δημοσιεύματα/μαρτυρίες/παραδείγματα/τραγούδια/φράσεις. Το φωτογραφικό υλικό ~ήθηκε από αρχεία και ιδιωτικές συλλογές. Πβ. ανθολογώ. Βλ. -λογώ. [< μτγν. σταχυολογῶ 'μαζεύω στάχυα', γαλλ. glaner]

-λογώ

-λογώ{παθ. -ούμαι κ. (προφ.) -ιέμαι} επίθημα ρημάτων με τη σημασία του 1. μιλώ, εκφράζομαι, κρίνω: δευτερο-λογώ/μελλοντο~/μονο~.|| Ακριβο-λογώ/αοριστο~/γενικο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αισχρο-λογώ/θριαμβο~/κακο~/πολυ~.|| Aξιο-λογώ/πιθανο~. 2. αποδίδω, (καθ)ορίζω: χρησμο-λογώ (πβ. -δοτώ).|| Bαθμο-λογώ/δασμο~/κοστο~/τιμο~/φορο~. 3. μαζεύω, συλλέγω, συγκεντρώνω: κορφο-λογώ.|| Ανθο-λογώ/σταχυο~.|| Ναυτο-λογώ/στρατο~. 4. (προφ.) κάνω κάτι με ένταση ή διάρκεια, έχω μια συνήθεια: τραβο-λογώ/χαζο~/χαϊδο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Μπεκρο-λογώ.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.