Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • στείρωση στεί-ρω-ση ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. πρόκληση στειρότητας, τυχαία ή ηθελημένη, σε ζώα ή ανθρώπους: ανδρική/γυναικεία/μόνιμη/προσωρινή/χειρουργική (: αφαίρεση των όρχεων ή των ωοθηκών)/χημική ~. ~ λόγω μόλυνσης. ~ αδέσποτων/κατοικίδιων ζώων. Βλ. αντισύλληψη, ευνουχισμός, ορχ-, σαλπιγγ-, ωοθηκ-εκτομή. [< μτγν. στείρωσις, γαλλ. stérilisation]

αντισύλληψη

αντισύλληψη[ἀντισύλληψη] α-ντι-σύλ-λη-ψη ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. μέθοδος που εμποδίζει τη σύλληψη, προλαμβάνοντας την κύηση: ανδρική/γυναικεία/επείγουσα (βλ. χάπι της επόμενης μέρας)/ορμονική ~. Έλεγχος γεννήσεων και ~. Πβ. προφύλαξη. [< αγγλ. contraception, γαλλ. ~, 1929]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.