Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • στεατικός , ή, ό στε-α-τι-κός επίθ.: ΧΗΜ. που σχετίζεται με το στέαρ ή παράγεται από αυτό: ~ός: ψευδάργυρος. ~ή: αλκοόλη. ~ό: ασβέστιο/μαγνήσιο/νάτριο. ~ά: άλατα. ● ΣΥΜΠΛ.: στεατικό οξύ: λευκό κρυσταλλικό λιπαρό οξύ (σύμβ. C18H36O2) που περιέχεται σε ζωικά και φυτικά λίπη και χρησιμοποιείται για την παρασκευή κεριών, σαπουνιών, καλλυντικών. Βλ. ελαϊκός, λινελαϊκό οξύ. [< γαλλ. acide stéarique, αγγλ. stearic acid]

ελαϊκός

ελαϊκός, ή, ό [ἐλαϊκός] ε-λα-ϊ-κός επίθ. 1. που έχει σχέση με την ελιά και τον καρπό της: ~ά: προϊόντα. 2. ΧΗΜ. για χημικές ενώσεις που βρίσκονται σε φυτικά και ζωικά έλαια: ~ή: αλκοόλη. ~ό: οξύ (βλ. στεατικό οξύ). [< 1: μτγν. ἐλαϊκός 2: γαλλ. oléique]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.