Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • στεγνωτικός , ή, ό στε-γνω-τι-κός επίθ.: που κάνει κάτι να στεγνώσει: ~ό: σπρέι/υγρό. ~ά: υλικά. ● Ουσ.: στεγνωτικό (το): χημική ουσία που επιταχύνει το στέγνωμα: ~ά χρωμάτων και βερνικιών.|| ~-λαμπρυντικό για πλυντήρια πιάτων. Απορρυπαντικά-~ά. [< μτγν. στεγνωτικός 'αυτός που φράζει, στυπτικός']

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.