επαφή [ἐπαφή] ε-πα-φή ουσ. (θηλ.) 1. επικοινωνία, συνάντηση: γλωσσική (βλ. επίδραση)/διαδικτυακή/ηλεκτρονική/πνευματική/τηλεφωνική ~. Καθημερινή/στενή/συνεχής/σύντομη/φιλική ~. ~ με τον έξω κόσμο/τη φύση. Έχει ακουστική ~ με τους παγιδευμένους (βλ. αντίληψη). ~ γονέων και παιδιών. Προσωπική ~ με τον πελάτη. Αποφεύγουν κάθε κοινωνική ~. Δεν υπάρχει συναισθηματική ~ μεταξύ τους (βλ. έλξη, ταύτιση, χημεία). Εδώ και χρόνια έχουμε κόψει κάθε ~/τις ~ές (βλ. απομάκρυνση, χωρισμός). Στόχος του προγράμματος είναι η ~ (= εξοικείωση, γνωριμία) των μαθητών με τους υπολογιστές. Η πρώτη μου ~ με τη μουσική. 2. κατάσταση κατά την οποία δύο ή περισσότερα σώματα (ή οντότητες) βρίσκονται πάρα πολύ κοντά, συνήθ. με αποτέλεσμα να ακουμπά, να αγγίζει το ένα το άλλο, να εφάπτονται μεταξύ τους: σωματική/φυσική ~. (Παρατεταμένη) ~ με το δέρμα. Ιός που μεταδίδεται με άμεση (βλ. αγκαλιά, φιλί, χειραψία)/έμμεση ~. Πβ. άγγιγμα, ψηλάφηση.|| Υλικά που αναφλέγονται σε ~ με τον αέρα. 3. (ειδικότ.) συνεύρεση: συχνότητα ~ών. Πβ. συνουσία. 4. ΗΛΕΚΤΡ. σύνδεση δύο ή περισσότερων αγωγών που επιτρέπει τη ροή (εξασφαλίζει τη δίοδο) ηλεκτρικού φορτίου· συνεκδ. το σημείο σύνδεσής τους ή ο ίδιος ο διακόπτης: Δεν κάνει καλή ~ ο φορτιστής με το κινητό μου.|| Καθαριστικό/σπρέι για ηλεκτρικές ~ές. ● επαφές (οι) 1. συνομιλίες, διαπραγματεύσεις, συναντήσεις· (για πρόσ.) γνωριμίες, σχέσεις: διεθνείς/διμερείς/εμπορικές/ενημερωτικές/μυστικές/πολιτικές/πολιτιστικές/προεκλογικές/τακτικές ~. ~ για το ασφαλιστικό. Νέος γύρος/σειρά ~ών. ~ του Υπουργού με συνδικαλιστικούς φορείς.|| Επαγγελματικές/φιλικές ~. ~ υψηλού επιπέδου/υψηλές ~. Διακοπή των ~ών. ~ υψηλού επιπέδου/υψηλές ~. Έχει ~ με αξιωματούχους. Πβ. διασυνδέσεις. Βλ. βύσμα, κονέ, μέσο. 2. ΤΗΛΕΠ.-ΠΛΗΡΟΦ. {σπανιότ. στον εν.} τα στοιχεία προσώπων (ονοματεπώνυμο,τηλέφωνο, διεύθυνση, ιμέιλ) που αποθηκεύει κάποιος στο κινητό του ή στο ηλεκτρονικό του ταχυδρομείο: δημιουργία/διαγραφή ~ής. Αναζήτηση/λίστα ~ών. Πρόγραμμα διαχείρισης ~ών (: συνήθ. μέρος ολοκληρωμένων εφαρμογών αυτοματισμού γραφείου). ● ΣΥΜΠΛ.: Εθνικό Σημείο Επαφής (ακρ. ΕΣΕ): υπηρεσία που έχει ως αντικείμενο την εφαρμογή σε εθνικό επίπεδο διακρατικών προγραμμάτων: Πανεπιστήμιο που λειτουργεί/ορίστηκε ως ~ ~ του ευρωπαϊκού προγράμματος ... [< αγγλ. National Contact Point (NCP)] , ερωτική/σεξουαλική επαφή & σαρκική επαφή: σεξουαλική πράξη, σεξ: ελεύθερη (: χωρίς προφύλαξη)/ολοκληρωμένη/πρώτη ~ ~. ΄Ηρθε σε σεξουαλική ~ μαζί της., σημείο επαφής 1. στο οποίο δύο ή περισσότερα σώματα, αντικείμενα εφάπτονται: Στο ~ ~ με το αλλεργιογόνο εμφανίζεται κνησμός. Γράσο που χρησιμοποιείται στα ~α ~ μετάλλων.|| (ειδικότ. για δήλωση εγγύτητας:) Ο ελλαδικός χώρος βρίσκεται στο ~ ~ τριών ηπείρων. 2. (μτφ.) κοινό στοιχείο μεταξύ ανθρώπων· δίαυλος επικοινωνίας: Δεν μπορεί να βρεθεί ~ ~ μεταξύ μας. Ψάχνουν ~α ~. [< γαλλ. point de contact, αγγλ. point of contact] , γραμμή επαφής (με αιώρηση αλυσοειδούς) βλ. γραμμή, θερμική επαφή βλ. θερμικός, κύκλος επαφών βλ. κύκλος, οθόνη αφής βλ. οθόνη, οπτική επαφή βλ. οπτικός, σπορ επαφής βλ. σπορ, φακοί επαφής βλ. φακός, φατική επικοινωνία/επαφή βλ. φατικός, ψυχική επαφή βλ. ψυχικός ● ΦΡ.: εξ επαφής (λόγ.) 1. από πολύ κοντά: εκτέλεση/πυροβολισμός ~ ~. ΑΝΤ. εξ αποστάσεως.|| (στο ποδόσφαιρο) Κεφαλιά/πλασέ/σουτ ~ ~. 2. ΙΑΤΡ. (για ασθένεια που προκαλείται) εξαιτίας της επαφής με κάτι: αλλεργική δερματίτιδα ~ ~., επαφή με την πραγματικότητα (συνήθ. αρνητ.): επίγνωση όσων συμβαίνουν στον κόσμο: Δεν έχει καμία ~ ~., επαφή με το περιβάλλον: επικοινωνία ενός ανθρώπου με τους γύρω του· (ειδικότ. ΙΑΤΡ.) έλεγχος, διατήρηση των αισθήσεων: Ο ασθενής είχε πλήρη/δεν έχει ~ ~. Ανέκτησε (την) ~ ~., έρχομαι/είμαι/βρίσκομαι σε επαφή (με κάποιον/κάτι) 1. έχω επικοινωνία, ανταλλάσσω πληροφορίες, σκέψεις, συναισθήματα με κάποιον· γνωρίζω, μαθαίνω κάτι: έρχεται/είναι/βρίσκεται ~ ~ μαζί του. Οι δύο πλευρές δεν επιβεβαιώνουν ότι ήρθαν ~. Θα είμαστε συνεχώς ~. Βρίσκονται ~ με στελέχη του ...|| Ήρθε ~ με το κίνημα του ρομαντισμού. 2. ακουμπώ, εφάπτομαι: Απολυμαίνεται κάθε υλικό που ήρθε ~ με αίμα. Κτίρια που βρίσκονται ~ (: γειτνιάζουν, συνορεύουν). 3. (μόνο για το ρ. έρχομαι) συνουσιάζομαι. [< γαλλ. en contact (avec quelqu'un)] , κρατώ επαφή (με κάποιον): διατηρώ επικοινωνία (μαζί του): ~ ~ με παλιούς φίλους. Κρατήσαμε ~ μέσω ιμέιλ., στενές επαφές τρίτου τύπου: γενικός χαρακτηρισμός περιπτώσεων που αφορούν την (υποθετική) επικοινωνία ανθρώπων με εξωγήινες οντότητες. [< αγγλ. close encounters of the third kind] , φέρνω σε επαφή/(πιο) κοντά βλ. φέρνω, χάνω επαφή βλ. χάνω [< 2: μτγν. ἐπαφή, γαλλ.-αγγλ. contact]
κορσές κορ-σές ουσ. (αρσ.) 1. εφαρμοστό, σφιχτό γυναικείο εσώρουχο που καλύπτει τον κορμό και φοριέται με σκοπό να τον δείχνει πιο αδύνατο και στητό ή για λόγους υγείας: δερμάτινος/ελαστικός/στράπλες ~. ~ από δαντέλα/μετάξι. ~ με κορδόνια/φερμουάρ. ~ και ζαρτιέρες. ~ αδυνατίσματος/λιποαναρρόφησης. Ολόσωμοι ~έδες. ~έδες χωρίς ελάσματα. Βλ. λαστέξ.|| (ΙΑΤΡ.) Ειδικός ~ (: σε περιπτώσεις πλαστικής χειρουργικής). 2. (μτφ.) οτιδήποτε ασκεί πίεση σε κάποιον, εμποδίζοντάς τον να δράσει ελεύθερα: οικονομικός ~. Βλ. -ές. ● Υποκ.: κορσεδάκι (το): ατη σημ. 1. ● ΦΡ.: στενός κορσές (μτφ.): φορτικό άτομο ή πιεστικό ζήτημα από το οποίο δύσκολα μπορεί κάποιος να απαλλαγεί: Μου έχει γίνει ~ ~ (= βεντούζα, κολλιτσίδα).|| Εγκλωβισμένοι στον ~ό ~έ των αγορών. [< γαλλ. corset]
μακρόστενος, η, ο μα-κρό-στε-νος επίθ.: που έχει μήκος πολύ μεγαλύτερο σε σχέση με το πλάτος: ~ος: διάδρομος. ~η: αίθουσα. ~ο: πρόσωπο/σχήμα/τραπέζι. ΣΥΝ. επιμήκης, μακρουλός, στενόμακρος ● επίρρ.: μακρόστενα
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ