Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • στενότητα στε-νό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.) 1. η ιδιότητα του στενού: ~ χώρου. ΑΝΤ. άπλα, ευρυχωρία 2. (μτφ.) έλλειψη, ανεπάρκεια, περιορισμός: πιστωτική ~. ~ κεφαλαίων/πόρων (ΑΝΤ. αφθονία)/ρευστού. Λόγω οικονομικής ~ας. Κρίση και ~ στην αγορά.|| ~ χρόνου. ΑΝΤ. άνεση.|| Πνευματική ~. ~ αντίληψης/του μυαλού/πνεύματος (πβ. παρωπιδισμός, στενομυαλιά). ΑΝΤ. ευρύτητα. 3. (μτφ.) εγγύτητα: ~ σχέσεων. Βλ. -ότητα. [< αρχ. στενότης]

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.