Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 27 εγγραφές  [0-20]


  • στερεό στε-ρε-ό ουσ. (ουδ.) {συνήθ. στον πληθ.} 1. ΦΥΣ. σώμα με καθορισμένο όγκο και σχετικά σταθερό σχήμα· κατάσταση της ύλης στην οποία τα μόρια έχουν μεγάλη συνοχή και πυκνότητα, ενώ εκτελούν μικρές ταλαντώσεις ως προς τη θέση ισορροπίας τους: αδιάλυτο ~. Μηχανική/στατική ~ών. Βλ. αέριο, υγρό. 2. ΓΕΩΜ. τρισδιάστατο σώμα με όγκο μεγαλύτερο από το μηδέν: Ο κύβος, ο κώνος και η σφαίρα είναι ~ά. [< αρχ. στερεός]
  • στέρεο στέ-ρε-ο επίθ. {άκλ.} (προφ.): ΤΕΧΝΟΛ. στερεοφωνικός: ήχος ~. Συσκευές ~. ● Ουσ.: στέρεο (το): στερεοφωνικό συγκρότημα. ● ΣΥΜΠΛ.: ντόλμπι στέρεο βλ. ντόλμπι [< αγγλ. stereo, 1954, γαλλ. stéréo, 1957]
  • στερεο- & στερεό- α' συνθετικό λέξεων που αναφέρονται σε 1. τρισδιάστατη διάταξη, ανάλυση: στερεο-δομή.|| (επιστ.) Στερεο-μετρία. Στερεο-σκοπία. 2. ΦΥΣ.-ΧΗΜ. στερεά ύλη, συμπαγή, σταθερή μορφή: στερεο-ποίηση (βλ. αεριο-, υγρο-). 3. ΤΕΧΝΟΛ. ειδική τεχνική λήψης, εγγραφής και αναπαραγωγής του ήχου για ομοιόμορφη κατανομή του στον χώρο: στερεο-φωνικός. 4. (σπάν.-μτφ.) σταθερό σχήμα, τυποποιημένη ή επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά: (τα) στερεό-τυπα. Στερεο-τυπικός.
  • στερεογραφικός , ή, ό στε-ρε-ο-γρα-φι-κός επίθ.: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: στερεογραφική προβολή: ΓΕΩΜ. χαρτογραφική εφαρμογή για την απεικόνιση της σφαίρας σε επίπεδο, στην οποία κάθε σημείο της εκτός από ένα, που συνήθ. ονομάζεται άπειρο, αντιστοιχίζεται με ένα σημείο στο επίπεδο. [< γαλλ. stéréographique, αγγλ. stereographic]
  • στερεοδομή στε-ρε-ο-δο-μή ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΧ. τρισδιάστατη διάταξη ομάδων ατόμων σε ένα μόριο, που μπορούν να περιστραφούν ελεύθερα, χωρίς να σπάσουν τους δεσμούς τους: μοριακή/χημική ~. ~ DNA/ενζύμου/πρωτεΐνης. [< αγγλ. conformation, 1929]
  • Στερεοελλαδίτης, Στερεοελλαδίτισσα Στε-ρε-ο-ελ-λα-δί-της επίθ./ουσ.: πρόσωπο που έχει ως τόπο γέννησης, κατοικίας ή καταγωγής τη Στερεά Ελλάδα. ΣΥΝ. Ρουμελιώτης, Ρουμελιώτισσα
  • στερεοελλαδίτικος , η, ο στε-ρε-ο-ελ-λα-δί-τι-κος επίθ.: που σχετίζεται με τη Στερεά Ελλάδα και τους κατοίκους της. Βλ. -ίτικος. ΣΥΝ. ρουμελιώτικος
  • στερεοϊσομέρεια στε-ρε-ο-ϊ-σο-μέ-ρει-α ουσ. (θηλ.): ΧΗΜ. η σχέση μεταξύ των χημικών ενώσεων, τα μόρια των οποίων έχουν την ίδια ποιοτική και ποσοτική σύσταση, αλλά διαφέρουν ως προς τη διάταξη των ατόμων τους. Βλ. ισομερές. [< γαλλ. stéréoisomérie, stereoisomer]
  • στερεολιθογραφία στε-ρε-ο-λι-θο-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.): ΤΕΧΝΟΛ. τεχνική για την κατασκευή τρισδιάστατου αντικειμένου από εικόνα ηλεκτρονικού υπολογιστή με χρήση λέιζερ, το οποίο το σχηματίζει πάνω σε επιφάνεια φωτοευαίσθητης υγρής ρητίνης, στερεοποιώντας την επιλεκτικά. Βλ. -γραφία. [< αγγλ. stereolithography, 1986]
  • στερεομετρία στε-ρε-ο-με-τρί-α ουσ. (θηλ.): ΓΕΩΜ. κλάδος που ασχολείται με τα στερεά σώματα. Βλ. -μετρία. [< αρχ. στερεομετρία, γαλλ. stéréométrie, αγγλ. stereometry]
  • στερεοπαροχή στε-ρε-ο-πα-ρο-χή ουσ. (θηλ.): ΓΕΩΜΟΡΦ. η μάζα των φερτών υλικών που διέρχεται από τη διατομή ενός υδατορεύματος στη μονάδα του χρόνου: ~ του ποταμού. Αύξηση/μείωση της ~ής.
  • στερεοποίηση στε-ρε-ο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.): μετατροπή κυρ. υγρού ή αερίου σε στερεό: ~ της λάβας/του μετάλλου/του νερού (= παγοποίηση). Χρόνος ~ης. Πβ. πήξη, συμπαγοποίηση. Βλ. -ποίηση. [< μτγν. στερεοποίησις ‘σταθεροποίηση’, γαλλ. solidification]
  • στερεοποιώ [στερεοποιῶ] στε-ρε-ο-ποι-ώ ρ. (μτβ.) {στερεοποι-είς ... -ώντας | στερεοποί-ησε, -είται, -ήθηκε, -ημένος}: καθιστώ στερεό κάτι που βρίσκεται σε υγρή ή αέρια μορφή: Το βερνίκι/ο γύψος/η κόλλα/το μάγμα/το μέταλλο/ο πηλός/η ρητίνη ~είται (πβ. πήζω). Η λάβα ψύχεται και ~είται σε συμπαγές πέτρωμα. Οι υδρατμοί ~ούνται. Βλ. αεριο-, ρευστο-, υγρο-ποιώ. [< μτγν. στερεοποιῶ]
  • στερεός , ή/(λόγ.) ά, ό στε-ρε-ός επίθ. 1. ΦΥΣ. (για υλικό σώμα) που έχει τα χαρακτηριστικά των στερεών: ~ός: πάγος/πυρήνας (της Γης)/φλοιός. ~ή: επιφάνεια/κατάσταση/μάζα/μορφή/πίσσα/ύλη/φάση. ~ό: αντικείμενο/διάλυμα/υλικό/υπόλειμμα. ~ά: κατάλοιπα/καύσιμα (: άνθρακας, τύρφη, ξύλα)/προϊόντα/στοιχεία/συστατικά/σωματίδια.|| ~ά: γωνία (: κορυφή τρισδιάστατου σχήματος). ~ό: σώμα (: κύβος, σφαίρα, κώνος). Βλ. αέριος, ημι~, υγρός. ΣΥΝ. συμπαγής (1) 2. που δεν μεταβάλλεται εύκολα από την επίδραση εξωτερικών δυνάμεων, σταθερός: ~ός: σκελετός (κτιρίου). ~ή: κατασκευή. ~ά: τοιχώματα/χρώματα.|| (μτφ.) ~ός: δεσμός. ~ή: απόφαση (πβ. ακλόνητη)/ισορροπία. ΣΥΝ. στέρεος ● επίρρ.: στερεά: στη σημ. 2. ● ΣΥΜΠΛ.: στερεά απόβλητα/απορρίμματα: οποιοδήποτε υλικό στερεάς μορφής αποβάλλεται από βιομηχανικές, εμπορικές, μεταλλευτικές, αγροτικές και αστικές δραστηριότητες: επικίνδυνα/τοξικά ~ ~. Συλλογή, αποκομιδή, διάθεση ~ών ~ων. Βλ. ανακύκλωση, βιομάζα. [< αγγλ. solid waste] , στερεά τροφή: η οποία χρειάζεται μάσημα, σε αντίθεση με αυτή που βρίσκεται σε υγρή μορφή: Το μωρό ξεκινάει να τρώει ~ ~ κατά τον έκτο μήνα. [< αρχ. στερεός, γαλλ. solide]
  • στέρεος , α/η, ο στέ-ρε-ος επίθ.: γερός, ανθεκτικός, σταθερός: ~ος: σκελετός. ~η: επιφάνεια/κατασκευή/οροφή. ~ο: γεφύρι/ράφι.|| (μτφ.) ~α: απόφαση (πβ. ακλόνητη)/βάση/γνώμη/γνώση/πεποίθηση/φιλία. ~ο: στήριγμα/υπόβαθρο. ~ες: αρχές. ~α: βήματα/επιχειρήματα. ~ σαν βράχος. Χτίζουμε τη φήμη μας σε ~α θεμέλια. Βλ. συμπαγής. ΣΥΝ. στερεός (2) ● επίρρ.: στέρεα ● ΣΥΜΠΛ.: στέρεο έδαφος βλ. έδαφος [< αρχ. στερεός]
  • στερεοσκοπία στε-ρε-ο-σκο-πί-α ουσ. (θηλ.): ΟΠΤ. τεχνική που δημιουργεί την αίσθηση του τρισδιάστατου, με τη συγχώνευση δύο ελάχιστα διαφορετικών ειδώλων του ίδιου αντικειμένου και κατ΄ επέκτ. η τρισδιάστατη αντίληψη. Βλ. -σκοπία. [< γαλλ. stéréoscopie, αγγλ. stereoscopy]
  • στερεοσκοπικός , ή, ό στε-ρε-ο-σκο-πι-κός επίθ.: ΟΠΤ. που σχετίζεται με τη στερεοσκοπία: ~ή: όραση/παρατήρηση/φωτογραφία. ~ό: ζεύγος εικόνων/μικροσκόπιο. ~ά: γυαλιά. [< γαλλ. stéréoscopique, αγγλ. stereoscopic]
  • στερεοσκόπιο στε-ρε-ο-σκό-πι-ο ουσ. (ουδ.): ΟΠΤ. όργανο με το οποίο δύο φωτογραφίες ή εικόνες του ίδιου αντικειμένου, που έχουν ληφθεί από ελαφρά διαφορετικές οπτικές γωνίες, συγχωνεύονται σε μία, δημιουργώντας την εντύπωση του τρισδιάστατου. Βλ. -σκόπιο. [< γερμ. Stereoskop, γαλλ. stéréoscope, αγγλ. stereoscope]
  • στερεοτακτικός , ή, ό στε-ρε-ο-τα-κτι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. (για μέθοδο) κατά την οποία χρησιμοποιείται σύστημα τρισδιάστατων συντεταγμένων για τον ακριβή προσδιορισμό του σημείου της επέμβασης, κυρ. στον εγκέφαλο, και τη σωστή εφαρμογή χειρουργικών οργάνων ή ακτίνων σε αυτό: ~ή: βιοψία (εγκεφάλου/μαστού).|| ~ή: ακτινοθεραπεία/ακτινοχειρουργική. [< αγγλ. stereotactic, 1950]
  • στερεότητα στε-ρε-ό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα του στερεού· σταθερότητα, ανθεκτικότητα: η ~ του εδάφους/της κατασκευής/του κτιρίου.|| ~ και αντοχή του υλικού. (μτφ.) ~ της απόφασης/της σκέψης. Βλ. -ότητα. [< αρχ. στερεότης]

αέριο

αέριο [ἀέριο] α-έ-ρι-ο ουσ. (ουδ.) {αερί-ου | -ων}: κατάσταση ή φάση της ύλης κατά την οποία τα άτομα συνδέονται ασθενώς· σώμα που διαχέεται ακαθόριστα, καταλαμβάνοντας όλο τον χώρο στον οποίο εισάγεται ή περιέχεται: άοσμο/αποπνικτικό/άχρωμο/δακρυγόνο/δηλητηριώδες/δύσοσμο/εκρηκτικό/εύφλεκτο/καύσιμο/καυστικό/προωθητικό/πτητικό (: που εξαερώνεται γρήγορα)/ραδιενεργό/τοξικό ~. Θειούχα/φθοριούχα/φυσικά/χημικά ~α. ~α καύσης (πβ. απ-, καπν-αέρια). Εκπομπή ~ων. Κινητική θεωρία/νόμοι των ~ων. Βλ. βιο~, υγρ~, υδρ~, φωτ~, στερεό, υγρό. ● ΣΥΜΠΛ.: αέρια του θερμοκηπίου & θερμοκηπιακά αέρια: τα αέρια συστατικά της ατμόσφαιρας (κυρ. το διοξείδιο του άνθρακα, το μεθάνιο και οι υδρατμοί) που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου: αύξηση/εκπομπές/μείωση των ~ων ~. [< αγγλ. greenhouse gases] , εντερικά αέρια/αέρια (του εντέρου): ΙΑΤΡ. αυτά που σχηματίζονται στο έντερο με τη ζύμωση των τροφών και μέρος τους αποβάλλεται από τον πρωκτό· (ευφημ.) πορδές: Τα περισσότερα ~ ~ παράγονται από την πέψη των υδατανθράκων.|| Έχει βαρυστομαχιά και ~., ευγενή/αδρανή/σπάνια αέρια: ΧΗΜ. στοιχεία που σχηματίζουν πολύ λίγες χημικές ενώσεις: Τα ~ ~ (: αργό, ήλιο, κρυπτό, νέον, ξένο, ραδόνιο) αποτελούν τη μηδενική ομάδα του περιοδικού πίνακα. [< γαλλ. inerte, noble, rare gaz] , ιδανικό αέριο & (σπάν.) τέλειο αέριο: ΦΥΣ.-ΧΗΜ. υποθετικό αέριο στο οποίο δεν ασκούνται δυνάμεις έλξης μεταξύ των μορίων. [< αγγλ. ideal gas] , υγροποιημένο αέριο πετρελαίου: υγραέριο. [< αγγλ. Liquefied Petroleum Gas - LPG, 1943, γαλλ. gaz de pétrole liquéfié] , υγροποιημένο φυσικό αέριο (συντομ. ΥΦΑ): ΧΗΜ. που ψύχεται σε πολύ χαμηλή θερμοκρασία, προκειμένου να μετατραπεί σε υγρό, ώστε να διευκολύνεται η αποθήκευση και μεταφορά του. [< αγγλ. Liquefied Natural Gas - LNG, 1940, γαλλ. gaz naturel liquéfié] , φυσικό αέριο: ΧΗΜ. μείγμα αέριων κορεσμένων υδρογονανθράκων που χρησιμοποιείται ως (οικολογικό) καύσιμο και ως πρώτη ύλη της χημικής βιομηχανίας: αγωγός ~ού ~ου (πβ. αεριαγωγός). Βλ. μεθάνιο. [< γαλλ. gaz naturel, αγγλ. natural gas] , χημικά/πολεμικά αέρια: ΣΤΡΑΤ. αέριες ή υγρές χημικές ουσίες που βλάπτουν τον ανθρώπινο οργανισμό και χρησιμοποιούνται ως όπλο στον πόλεμο: Μάσκες που προστατεύουν από ~ ~. [< αγγλ. war gas, 1934, γαλλ. gaz de combat] , αέριο του γέλιου βλ. υποξείδιο του αζώτου, αέριο της μουστάρδας βλ. μουστάρδα, αντιασφυξιογόνα/αντιασφυξιογόνος μάσκα & μάσκα αερίων βλ. αντιασφυξιογόνος, ασφυξιογόνα (αέρια) βλ. ασφυξιογόνος, θάλαμος αερίων βλ. θάλαμος, κροτούν αέριο βλ. κροτεί [< γαλλ. gaz]

αεριο- & αερι-

αεριο- & αερι-: α' συνθετικό ουσιαστικών που δηλώνει ότι κάτι δημιουργείται από αέρια ή κινείται με εκτόξευσή τους: αεριο-στρόβιλος. Αερι-ωθούμενο.

αέριος

αέριος, α, ο [ἀέριος] α-έ-ρι-ος επίθ. {-ου (λόγ.) -ίου} 1. (επιστ.) που έχει τη μορφή αερίου: ~α: κατάσταση. ~ο: άζωτο. ~ες: ενώσεις. ~α: απόβλητα/καύσιμα. ~οι: υδρογονάνθρακες. Εκπομπή ~ων ρύπων.|| ~ος: χρωματογράφος (: ανιχνεύει ή αναλύει αέρια). Πβ. αερ(ι)ώδης. 2. που αποτελείται από αέρα: (ΜΕΤΕΩΡ.) ~ες ψυχρές μάζες. ~α: ρεύματα/στρώματα. ● ΣΥΜΠΛ.: αέριος γίγαντας βλ. γίγαντας [< αρχ. ἀέριος, γαλλ. gazeux]

ανακύκλωση

ανακύκλωση [ἀνακύκλωση] α-να-κύ-κλω-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΟΙΚΟΛ. διαδικασία κατά την οποία χρησιμοποιημένα ή φαινομενικά άχρηστα υλικά συλλέγονται, ταξινομούνται, μετατρέπονται σε πρώτη ύλη και επαναχρησιμοποιούνται για την παραγωγή νέων προϊόντων, με σκοπό τη μείωση της ρύπανσης και της ποσότητας των αποβλήτων και την εξοικονόμηση πρώτων υλών και ενέργειας: ανταποδοτική/δημιουργική/μηχανική/οργανική (= κομποστοποίηση· βλ. υγειονομική ταφή) ~. ~ αλουμινίου/αυτοκινήτων/γυαλιού/ηλεκτρικών συσκευών/μετάλλων/μπαταριών/νερού/πλαστικών/σκουπιδιών/χαρτιού. Πρόγραμμα/σημεία ~ης. Κάνω ~ (= ανακυκλώνω). 2. ΟΙΚΟΛ. φυσική διαδικασία κατά την οποία ένα στοιχείο ή μια οργανική ή ανόργανη ένωση δεν καταστρέφεται, αλλά εισέρχεται εκ νέου στον κύκλο της ύλης του φυσικού περιβάλλοντος: ~ του αζώτου/άνθρακα/νερού/φωσφόρου. 3. ανανέωση: (σε κλιματισμό) ~ αέρα. Πβ. ανακυκλοφορία. 4. (μτφ.) αναπαραγωγή, διαιώνιση: ~ θεμάτων/προβλημάτων. ~ της βίας. ● ΣΥΜΠΛ.: κάδος ανακύκλωσης βλ. κάδος [< μτγν. ἀνακύκλωσις ‘κύκλος, περιφορά’, αγγλ. recycling, 1926, γαλλ. recyclage, περ. 1956]

-γραφία

-γραφία {-γραφιών} λεξικό επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. σύνταξη κειμένων συγκεκριμένου είδους και συνεκδ. το σύνολό τους· κατάλογος έργων· κειμενικό είδος: δημοσιο~/ειδησεο~/επιφυλλιδο~. Αλληλο~/αρθρο~.|| Βιβλιο~/φιλμο~.|| Βιο~/διηγηματο~/ηθο~/ιστοριο~/πεζο~/χρονο~. 2. γνωστικό αντικείμενο, επιστήμη: γεω~/εθνο~/λαο~/λεξικο~/παλαιο~/πετρο~/στρωματο~/χαρτο~/ωκεανο~. 3. τρόπο γραφής: κακο~/καλλι~/ορθο~. Στενο~.|| (ΛΟΓΙΣΤ.) Απλο~/διπλο~.|| (ΙΑΤΡ.) Α~/δυσ~. 4. τεχνική ή τέχνη αποτύπωσης, εκτύπωσης και κατ' επέκτ. το ίδιο το δημιούργημα: ελαιο~/λιθο~/ξυλο~/υδατο~/χαλκο~. Ξηρο~/τυπο~/φωτο~. Σκηνο~.|| Γελοιο~/θαλασσο~/ιχνο~/προσωπο~/τοιχο~/τοπιο~. Χορο~.|| Αγιο~/εικονο~. 5. ιατρική εξέταση και ειδικότ. διαγνωστική απεικόνιση: αγγειο~ (πβ. -γράφημα)/αρτηριο~/μαστο~.

έδαφος

έδαφος [ἔδαφος] έ-δα-φος ουσ. (ουδ.) {εδάφ-ους | -η, -ών} 1. το ανώτατο στρώμα του γήινου φλοιού, θεωρούμενο κυρ. ως προς τη μορφολογία, την κατάσταση, τις παραγωγικές του ιδιότητες· γη, χώμα: ανώμαλο/γόνιμο/γυμνό (: χωρίς βλάστηση)/ηφαιστειογενές/ομαλό/σαθρό/σκληρό/στερεό/τραχύ ~. Άγονα/αμμώδη/αργιλώδη (βλ. ασπρόχωμα)/εύφορα/πετρώδη/υγρά ~η. ~ κατάλληλο για καλλιέργειες και κτηνοτροφία. ~η πλούσια σε θρεπτικά συστατικά/οργανικές ύλες. Φυτά για (φτωχά και) ξηρά ~η. Ανάγλυφο/διάβρωση/θερμοκρασία/καλλιέργεια/ρύπανση/υγρασία (του) ~ους. Περιεκτικότητα του ~ους σε ασβέστιο/σίδηρο. Κάτω (πβ. υπόγειος)/πάνω (πβ. υπέργειος) από το ~. Απορρύπανση/ερημοποίηση/καθιζήσεις ~ών. Γλίστρησε κι έπεσε/κάθισε/ξάπλωσε στο ~ (πβ. καταγής).|| (ΣΤΡΑΤ.) Αναγνώριση ~ους. Επιχειρήσεις στον αέρα και το ~ (= ξηρά).|| (ΓΕΩΛ.-ΕΔΑΦ.) Ιδιότητες/χαρτογράφηση ~ών. Το πορώδες του ~ους.|| (κατ' επέκτ.) Το ~ της Σελήνης. 2. (ειδικότ.) επικράτεια, έκταση, περιοχή, χώρος: εχθρικό/ουδέτερο ~. Ελεύθερα/κατεχόμενα ~η. Επιστροφή στα πάτρια ~η (= πατρίδα). Ηλιακή έκλειψη ορατή από ελληνικό ~. Επιστροφή/κατάληψη/προσάρτηση ~ών. 3. (μτφ.) βάση, θεμέλιο, ευνοϊκό κυρ. κλίμα ή περιβάλλον: κατάλληλο ~ για την επίτευξη λύσης. Πβ. συνθήκες. ● ΣΥΜΠΛ.: παντός εδάφους: σχεδιασμένος για χρήση σε ποικίλα εδάφη: οχήματα ~ ~. Βλ. παντός καιρού. , παρθένο έδαφος (μτφ.): για καινούργιο, ανεξερεύνητο πεδίο δράσης: Τομέας που αποτελεί ~ ~ για ανάπτυξη., πρόσφορο/γόνιμο/εύφορο έδαφος/κλίμα/πεδίο (μτφ.): κατάλληλες, ευμενείς, θετικές συνθήκες: ~ ~ για επενδύσεις/έρευνα/συνεργασία. Ιδέες που βρήκαν ~ έδαφος και ρίζωσαν., προσωπικό εδάφους: που είναι υπεύθυνο για αεροπλάνα και πτήσεις και δεν εργάζεται μέσα σε αεροσκάφος. Βλ. ιπτάμενος. [< γαλλ. personnel au sol] , στέρεο έδαφος (μτφ.): σταθερή βάση, γερό θεμέλιο: ~ ~ εμπιστοσύνης, φιλίας και συνεργασίας (μεταξύ δύο χωρών)., ανταλλαγή εδαφών βλ. ανταλλαγή, απώλεια εδάφους βλ. απώλεια, ασκήσεις εδάφους βλ. άσκηση, προλείανση του εδάφους βλ. προλείανση, συνοδός εδάφους βλ. συνοδός ● ΦΡ.: η γη/το έδαφος χάνεται/φεύγει/υποχωρεί/γλιστράει/τρίζει κάτω από τα πόδια μου (μτφ.): νιώθω έντονη ανασφάλεια, πανικοβάλλομαι: Όταν πέθανε ο πατέρας της, αισθάνθηκε τη γη να χάνεται ~ ~ της.|| Το έδαφος τρίζει ~ ~ του και φοβάται για την πολιτική του επιβίωση., καλύπτω/ανακτώ/(ξανα)κερδίζω το χαμένο έδαφος (μτφ.): ξαναπαίρνω το προβάδισμα: Δεν έχουμε πολύ χρόνο για να καλύψουμε ~ ~. [< γαλλ. regagner le terrain perdu] , κερδίζει έδαφος (μτφ.): αποκτά συγκριτικό πλεονέκτημα, αρχίζει να προηγείται, να υπερέχει: ~ ~ η βιολογική γεωργία. Πβ. κερδίζει/παίρνει πόντους. [< γαλλ. gagner du terrain] , χάνει έδαφος (μτφ.): υποχωρεί. [< γαλλ. perdre du terrain] , (αφήνω/μένει) το πεδίο/το έδαφος ελεύθερο βλ. ελεύθερος, βρίσκω κοινό έδαφος (με κάποιον) βλ. κοινός, προλειαίνω/προετοιμάζω το έδαφος βλ. προλειαίνω [< 1,2: αρχ. ἔδαφος 3: γαλλ. terrain]

-ίτικος

-ίτικος, η, ο επίθημα επιθέτων που δηλώνει 1. προέλευση: αιγαιοπελαγ~ (βλ. -ίτης1)/κυκλαδ~/πολ~/σκοπελ~. 2. ιδιότητα: εφταμην~. Βλ. -ικος.

-μετρία

-μετρία επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. επιστήμη ή τεχνική μέτρησης: ανθρωπο~/αξονο~/γεω~/εργο~/θερμιδο~/ογκο-μετρία (πβ. -μέτρηση)/σπιρο~ (βλ. σπιρό-μετρο)/στερεο~/τριγωνο~. 2. σχέση μεγεθών: (αν)ισο~/(α)συμ~.

ντόλμπι

ντόλμπι ντόλ-μπι ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΤΕΧΝΟΛ. μηχανισμός που επιτυγχάνει τη μείωση του θορύβου και βελτιώνει την απόδοση και την πιστότητα των ηχητικών εγγραφών. ● ΣΥΜΠΛ.: ντόλμπι στέρεο: σύστημα στερεοφωνικής αναπαραγωγής ήχου. [< αμερικ. εμπορ. ονομασ. dolby, 1966, γαλλ. ~, περ. 1978, αμερικ. ανθρ. R. M. Dolby]

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

-ποίηση

-ποίηση {-ποίησης (λόγ.) -ποιήσεως | σπανιότ. στον πληθ. -ποιήσεις} (λόγ.): επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει ενέργεια, προώθηση συγκεκριμένης διαδικασίας ή και το αποτέλεσμά της: αγιο~/αισθητο~/απομυθο~/εντατικο~/ευαισθητο~/θεο~/μαζο~/στοχο~. Κωδικο~/οπτικο~/σελιδο~. Κεφαλαιο~/μετοχο~/ρευστο~/τιμαριθμο~. Διεθνο~/κομματικο~/παγκοσμιο~/ποινικο~/φτωχο~.

-σκοπία

-σκοπία (λόγ.) επίθημα θηλυκών ουσιαστικών, κυρ. τεχνικών όρων∙ δηλώνει 1. ανάλυση, παρατήρηση: φασματο~.|| (τεχνική) Στερεο~.|| (παλαιότ.) Ραβδο~.|| Oιωνο~. 2. ΙΑΤΡ. εξέταση σε περιοχή ή όργανο του σώματος: λαπαρο~ (πβ. -σκόπηση)/οφθαλμο~. 3. ΤΕΧΝΟΛ. καταγραφή εικόνας ή/και ήχου με συγκεκριμένο τρόπο ή μέσο: βιντεο~/μαγνητο~. 4. (αρνητ. συνυποδ.) oρισμένο σκοπό: καιρο~/κερδο~.

-σκόπιο

-σκόπιο (λόγ.): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών, κυρ. τεχνικών όρων, με αναφορά σε όργανο ειδικής εξέτασης ή παρατήρησης: (ΙΑΤΡ.) αγγειο~/αρθρο~/βρογχο~/γαστρο~/ενδο~/κολονο~/κολπο~/κυστεο~/λαπαρο~/λαρυγγο~/μητρο~/ουρηθρο~/οφθαλμο~/πρωκτο~/στηθο~.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) Μικρο~/περι~/τηλε~.

συμπαγής

συμπαγής, ής, ές συ-μπα-γής επίθ. {συμπαγ-ούς | -είς (ουδ. -ή)· συμπαγέστ-ερος, -ατος} 1. που έχει πολύ πυκνή σύσταση, δεν παρουσιάζει κενά: ~ής: βράχος/όγκος. ~ής: γραμμή/δομή/επιφάνεια/κατασκευή/μάζα/σφαίρα/υφή. ~ές: μείγμα/πέτρωμα/σώμα/υλικό.|| (ΙΑΤΡ.) ~ή: όργανα. || ~ής: (ΗΛΕΚΤΡΟΝ.) δίσκος (= κόμπακτ ντισκ, σιντί)/σχεδιασμός. ~ές: πρόγραμμα. 2. (μτφ.) που χαρακτηρίζεται από ισχυρούς δεσμούς και ενότητα: ~ής: πληθυσμός. ~ής: ομάδα/οργάνωση. ~ές: κίνημα/κόμμα. Πβ. αδιάσπαστος, αρραγής. Βλ. στέρεος. ● επίρρ.: συμπαγώς [-ῶς] (λόγ.) [< αρχ. συμπαγής] ΣΥΜΠΑΓΗΣ

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.