Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • στερεοφωνικός , ή, ό στε-ρε-ο-φω-νι-κός επίθ.: ΤΕΧΝΟΛ. που σχετίζεται με τη στερεοφωνία: ~ός: δέκτης/ενισχυτής/ήχος. ~ή: εγγραφή/εγκατάσταση/εικόνα/ηχογράφηση/μουσική. ~ό: ραδιόφωνο/σύστημα. ~ά: ακουστικά/ηχεία. Βλ. μονοφωνικός, -φωνικός. ● επίρρ.: στερεοφωνικά ● ΣΥΜΠΛ.: στερεοφωνικό (συγκρότημα): συσκευή αναπαραγωγής και εγγραφής ήχου που αποτελειται κυρ. από ραδιόφωνο, κασετόφωνο, σιντί πλέιερ, ενισχυτή και ηχεία· στέρεο. Πβ. ντόλμπι στέρεο. [< αγγλ. stereophonic, 1927, γαλλ. stéréophonique, 1940]

μονοφωνικός

μονοφωνικός, ή, ό μο-νο-φω-νι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τη μονοφωνία: (ΜΟΥΣ.) ~ή: μελωδία.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) ~ός: δέκτης τηλεόρασης/ενισχυτής/ήχος. ~ή: ηχογράφηση. ~ό: βύσμα/καλώδιο/μικρόφωνο/όργανο. Βλ. στερεοφωνικός.|| (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) ~ός: λόγος. ~ή: ενημέρωση. ΑΝΤ. πλουραλιστ-, πολυφων-ικός. [< αγγλ. monophonic, γαλλ. monophonique, περ. 1950]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.