Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • στερεωτικός , ή, ό στε-ρε-ω-τι-κός επίθ.: που συντελεί στη στερέωση: ~ή: ουσία. ~ό: διάλυμα/σπρέι/υλικό. ~ά: καρφιά.|| Αναστηλωτικές και ~ές εργασίες. ● Ουσ.: στερεωτικό (το): ΤΕΧΝΟΛ. χημική, συνήθ. ρευστή, ουσία που σταθεροποιεί, προστατεύει, συντηρεί, κυρ. χρώματα. Βλ. βερνίκι, ζελέ, κόλλα, λακ. [< μτγν. στερεωτικός 'σταθεροποιητικός', γαλλ. fixatif]

βερνίκι

βερνίκιβερ-νί-κι ουσ. (ουδ.) {βερνικ-ιού}: ΤΕΧΝΟΛ. ρευστό συνήθ. υλικό που απλώνεται σε επιφάνειες, δημιουργώντας σκληρή και γυαλιστερή επίστρωση με προστατευτική κυρ. δράση: αδιάβροχο/ακρυλικό/διαφανές/ματ/οικολογικό/στεγανωτικό ~. ~ νερού/πέτρας. ~ια επιπλοποιίας/μετάλλων/ξύλων. Βάφω/γυαλίζω/περνώ με ~ τα κάγκελα/παπούτσια. Πβ. (γομα)λάκα, λούστρο, μπογιά, χρώμα.|| ~ νυχιών (= μανό). [< μτγν. βερενίκιον, γαλλ. vernis]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.