Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 5 εγγραφές  [0-5]


  • στερεός , ή/(λόγ.) ά, ό στε-ρε-ός επίθ. 1. ΦΥΣ. (για υλικό σώμα) που έχει τα χαρακτηριστικά των στερεών: ~ός: πάγος/πυρήνας (της Γης)/φλοιός. ~ή: επιφάνεια/κατάσταση/μάζα/μορφή/πίσσα/ύλη/φάση. ~ό: αντικείμενο/διάλυμα/υλικό/υπόλειμμα. ~ά: κατάλοιπα/καύσιμα (: άνθρακας, τύρφη, ξύλα)/προϊόντα/στοιχεία/συστατικά/σωματίδια.|| ~ά: γωνία (: κορυφή τρισδιάστατου σχήματος). ~ό: σώμα (: κύβος, σφαίρα, κώνος). Βλ. αέριος, ημι~, υγρός. ΣΥΝ. συμπαγής (1) 2. που δεν μεταβάλλεται εύκολα από την επίδραση εξωτερικών δυνάμεων, σταθερός: ~ός: σκελετός (κτιρίου). ~ή: κατασκευή. ~ά: τοιχώματα/χρώματα.|| (μτφ.) ~ός: δεσμός. ~ή: απόφαση (πβ. ακλόνητη)/ισορροπία. ΣΥΝ. στέρεος ● επίρρ.: στερεά: στη σημ. 2. ● ΣΥΜΠΛ.: στερεά απόβλητα/απορρίμματα: οποιοδήποτε υλικό στερεάς μορφής αποβάλλεται από βιομηχανικές, εμπορικές, μεταλλευτικές, αγροτικές και αστικές δραστηριότητες: επικίνδυνα/τοξικά ~ ~. Συλλογή, αποκομιδή, διάθεση ~ών ~ων. Βλ. ανακύκλωση, βιομάζα. [< αγγλ. solid waste] , στερεά τροφή: η οποία χρειάζεται μάσημα, σε αντίθεση με αυτή που βρίσκεται σε υγρή μορφή: Το μωρό ξεκινάει να τρώει ~ ~ κατά τον έκτο μήνα. [< αρχ. στερεός, γαλλ. solide]
  • στέρεος , α/η, ο στέ-ρε-ος επίθ.: γερός, ανθεκτικός, σταθερός: ~ος: σκελετός. ~η: επιφάνεια/κατασκευή/οροφή. ~ο: γεφύρι/ράφι.|| (μτφ.) ~α: απόφαση (πβ. ακλόνητη)/βάση/γνώμη/γνώση/πεποίθηση/φιλία. ~ο: στήριγμα/υπόβαθρο. ~ες: αρχές. ~α: βήματα/επιχειρήματα. ~ σαν βράχος. Χτίζουμε τη φήμη μας σε ~α θεμέλια. Βλ. συμπαγής. ΣΥΝ. στερεός (2) ● επίρρ.: στέρεα ● ΣΥΜΠΛ.: στέρεο έδαφος βλ. έδαφος [< αρχ. στερεός]
  • στερεοσκοπία στε-ρε-ο-σκο-πί-α ουσ. (θηλ.): ΟΠΤ. τεχνική που δημιουργεί την αίσθηση του τρισδιάστατου, με τη συγχώνευση δύο ελάχιστα διαφορετικών ειδώλων του ίδιου αντικειμένου και κατ΄ επέκτ. η τρισδιάστατη αντίληψη. Βλ. -σκοπία. [< γαλλ. stéréoscopie, αγγλ. stereoscopy]
  • στερεοσκοπικός , ή, ό στε-ρε-ο-σκο-πι-κός επίθ.: ΟΠΤ. που σχετίζεται με τη στερεοσκοπία: ~ή: όραση/παρατήρηση/φωτογραφία. ~ό: ζεύγος εικόνων/μικροσκόπιο. ~ά: γυαλιά. [< γαλλ. stéréoscopique, αγγλ. stereoscopic]
  • στερεοσκόπιο στε-ρε-ο-σκό-πι-ο ουσ. (ουδ.): ΟΠΤ. όργανο με το οποίο δύο φωτογραφίες ή εικόνες του ίδιου αντικειμένου, που έχουν ληφθεί από ελαφρά διαφορετικές οπτικές γωνίες, συγχωνεύονται σε μία, δημιουργώντας την εντύπωση του τρισδιάστατου. Βλ. -σκόπιο. [< γερμ. Stereoskop, γαλλ. stéréoscope, αγγλ. stereoscope]

αέριος

αέριος, α, ο [ἀέριος] α-έ-ρι-ος επίθ. {-ου (λόγ.) -ίου} 1. (επιστ.) που έχει τη μορφή αερίου: ~α: κατάσταση. ~ο: άζωτο. ~ες: ενώσεις. ~α: απόβλητα/καύσιμα. ~οι: υδρογονάνθρακες. Εκπομπή ~ων ρύπων.|| ~ος: χρωματογράφος (: ανιχνεύει ή αναλύει αέρια). Πβ. αερ(ι)ώδης. 2. που αποτελείται από αέρα: (ΜΕΤΕΩΡ.) ~ες ψυχρές μάζες. ~α: ρεύματα/στρώματα. ● ΣΥΜΠΛ.: αέριος γίγαντας βλ. γίγαντας [< αρχ. ἀέριος, γαλλ. gazeux]

ανακύκλωση

ανακύκλωση [ἀνακύκλωση] α-να-κύ-κλω-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΟΙΚΟΛ. διαδικασία κατά την οποία χρησιμοποιημένα ή φαινομενικά άχρηστα υλικά συλλέγονται, ταξινομούνται, μετατρέπονται σε πρώτη ύλη και επαναχρησιμοποιούνται για την παραγωγή νέων προϊόντων, με σκοπό τη μείωση της ρύπανσης και της ποσότητας των αποβλήτων και την εξοικονόμηση πρώτων υλών και ενέργειας: ανταποδοτική/δημιουργική/μηχανική/οργανική (= κομποστοποίηση· βλ. υγειονομική ταφή) ~. ~ αλουμινίου/αυτοκινήτων/γυαλιού/ηλεκτρικών συσκευών/μετάλλων/μπαταριών/νερού/πλαστικών/σκουπιδιών/χαρτιού. Πρόγραμμα/σημεία ~ης. Κάνω ~ (= ανακυκλώνω). 2. ΟΙΚΟΛ. φυσική διαδικασία κατά την οποία ένα στοιχείο ή μια οργανική ή ανόργανη ένωση δεν καταστρέφεται, αλλά εισέρχεται εκ νέου στον κύκλο της ύλης του φυσικού περιβάλλοντος: ~ του αζώτου/άνθρακα/νερού/φωσφόρου. 3. ανανέωση: (σε κλιματισμό) ~ αέρα. Πβ. ανακυκλοφορία. 4. (μτφ.) αναπαραγωγή, διαιώνιση: ~ θεμάτων/προβλημάτων. ~ της βίας. ● ΣΥΜΠΛ.: κάδος ανακύκλωσης βλ. κάδος [< μτγν. ἀνακύκλωσις ‘κύκλος, περιφορά’, αγγλ. recycling, 1926, γαλλ. recyclage, περ. 1956]

έδαφος

έδαφος [ἔδαφος] έ-δα-φος ουσ. (ουδ.) {εδάφ-ους | -η, -ών} 1. το ανώτατο στρώμα του γήινου φλοιού, θεωρούμενο κυρ. ως προς τη μορφολογία, την κατάσταση, τις παραγωγικές του ιδιότητες· γη, χώμα: ανώμαλο/γόνιμο/γυμνό (: χωρίς βλάστηση)/ηφαιστειογενές/ομαλό/σαθρό/σκληρό/στερεό/τραχύ ~. Άγονα/αμμώδη/αργιλώδη (βλ. ασπρόχωμα)/εύφορα/πετρώδη/υγρά ~η. ~ κατάλληλο για καλλιέργειες και κτηνοτροφία. ~η πλούσια σε θρεπτικά συστατικά/οργανικές ύλες. Φυτά για (φτωχά και) ξηρά ~η. Ανάγλυφο/διάβρωση/θερμοκρασία/καλλιέργεια/ρύπανση/υγρασία (του) ~ους. Περιεκτικότητα του ~ους σε ασβέστιο/σίδηρο. Κάτω (πβ. υπόγειος)/πάνω (πβ. υπέργειος) από το ~. Απορρύπανση/ερημοποίηση/καθιζήσεις ~ών. Γλίστρησε κι έπεσε/κάθισε/ξάπλωσε στο ~ (πβ. καταγής).|| (ΣΤΡΑΤ.) Αναγνώριση ~ους. Επιχειρήσεις στον αέρα και το ~ (= ξηρά).|| (ΓΕΩΛ.-ΕΔΑΦ.) Ιδιότητες/χαρτογράφηση ~ών. Το πορώδες του ~ους.|| (κατ' επέκτ.) Το ~ της Σελήνης. 2. (ειδικότ.) επικράτεια, έκταση, περιοχή, χώρος: εχθρικό/ουδέτερο ~. Ελεύθερα/κατεχόμενα ~η. Επιστροφή στα πάτρια ~η (= πατρίδα). Ηλιακή έκλειψη ορατή από ελληνικό ~. Επιστροφή/κατάληψη/προσάρτηση ~ών. 3. (μτφ.) βάση, θεμέλιο, ευνοϊκό κυρ. κλίμα ή περιβάλλον: κατάλληλο ~ για την επίτευξη λύσης. Πβ. συνθήκες. ● ΣΥΜΠΛ.: παντός εδάφους: σχεδιασμένος για χρήση σε ποικίλα εδάφη: οχήματα ~ ~. Βλ. παντός καιρού. , παρθένο έδαφος (μτφ.): για καινούργιο, ανεξερεύνητο πεδίο δράσης: Τομέας που αποτελεί ~ ~ για ανάπτυξη., πρόσφορο/γόνιμο/εύφορο έδαφος/κλίμα/πεδίο (μτφ.): κατάλληλες, ευμενείς, θετικές συνθήκες: ~ ~ για επενδύσεις/έρευνα/συνεργασία. Ιδέες που βρήκαν ~ έδαφος και ρίζωσαν., προσωπικό εδάφους: που είναι υπεύθυνο για αεροπλάνα και πτήσεις και δεν εργάζεται μέσα σε αεροσκάφος. Βλ. ιπτάμενος. [< γαλλ. personnel au sol] , στέρεο έδαφος (μτφ.): σταθερή βάση, γερό θεμέλιο: ~ ~ εμπιστοσύνης, φιλίας και συνεργασίας (μεταξύ δύο χωρών)., ανταλλαγή εδαφών βλ. ανταλλαγή, απώλεια εδάφους βλ. απώλεια, ασκήσεις εδάφους βλ. άσκηση, προλείανση του εδάφους βλ. προλείανση, συνοδός εδάφους βλ. συνοδός ● ΦΡ.: η γη/το έδαφος χάνεται/φεύγει/υποχωρεί/γλιστράει/τρίζει κάτω από τα πόδια μου (μτφ.): νιώθω έντονη ανασφάλεια, πανικοβάλλομαι: Όταν πέθανε ο πατέρας της, αισθάνθηκε τη γη να χάνεται ~ ~ της.|| Το έδαφος τρίζει ~ ~ του και φοβάται για την πολιτική του επιβίωση., καλύπτω/ανακτώ/(ξανα)κερδίζω το χαμένο έδαφος (μτφ.): ξαναπαίρνω το προβάδισμα: Δεν έχουμε πολύ χρόνο για να καλύψουμε ~ ~. [< γαλλ. regagner le terrain perdu] , κερδίζει έδαφος (μτφ.): αποκτά συγκριτικό πλεονέκτημα, αρχίζει να προηγείται, να υπερέχει: ~ ~ η βιολογική γεωργία. Πβ. κερδίζει/παίρνει πόντους. [< γαλλ. gagner du terrain] , χάνει έδαφος (μτφ.): υποχωρεί. [< γαλλ. perdre du terrain] , (αφήνω/μένει) το πεδίο/το έδαφος ελεύθερο βλ. ελεύθερος, βρίσκω κοινό έδαφος (με κάποιον) βλ. κοινός, προλειαίνω/προετοιμάζω το έδαφος βλ. προλειαίνω [< 1,2: αρχ. ἔδαφος 3: γαλλ. terrain]

-σκοπία

-σκοπία (λόγ.) επίθημα θηλυκών ουσιαστικών, κυρ. τεχνικών όρων∙ δηλώνει 1. ανάλυση, παρατήρηση: φασματο~.|| (τεχνική) Στερεο~.|| (παλαιότ.) Ραβδο~.|| Oιωνο~. 2. ΙΑΤΡ. εξέταση σε περιοχή ή όργανο του σώματος: λαπαρο~ (πβ. -σκόπηση)/οφθαλμο~. 3. ΤΕΧΝΟΛ. καταγραφή εικόνας ή/και ήχου με συγκεκριμένο τρόπο ή μέσο: βιντεο~/μαγνητο~. 4. (αρνητ. συνυποδ.) oρισμένο σκοπό: καιρο~/κερδο~.

-σκόπιο

-σκόπιο (λόγ.): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών, κυρ. τεχνικών όρων, με αναφορά σε όργανο ειδικής εξέτασης ή παρατήρησης: (ΙΑΤΡ.) αγγειο~/αρθρο~/βρογχο~/γαστρο~/ενδο~/κολονο~/κολπο~/κυστεο~/λαπαρο~/λαρυγγο~/μητρο~/ουρηθρο~/οφθαλμο~/πρωκτο~/στηθο~.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) Μικρο~/περι~/τηλε~.

συμπαγής

συμπαγής, ής, ές συ-μπα-γής επίθ. {συμπαγ-ούς | -είς (ουδ. -ή)· συμπαγέστ-ερος, -ατος} 1. που έχει πολύ πυκνή σύσταση, δεν παρουσιάζει κενά: ~ής: βράχος/όγκος. ~ής: γραμμή/δομή/επιφάνεια/κατασκευή/μάζα/σφαίρα/υφή. ~ές: μείγμα/πέτρωμα/σώμα/υλικό.|| (ΙΑΤΡ.) ~ή: όργανα. || ~ής: (ΗΛΕΚΤΡΟΝ.) δίσκος (= κόμπακτ ντισκ, σιντί)/σχεδιασμός. ~ές: πρόγραμμα. 2. (μτφ.) που χαρακτηρίζεται από ισχυρούς δεσμούς και ενότητα: ~ής: πληθυσμός. ~ής: ομάδα/οργάνωση. ~ές: κίνημα/κόμμα. Πβ. αδιάσπαστος, αρραγής. Βλ. στέρεος. ● επίρρ.: συμπαγώς [-ῶς] (λόγ.) [< αρχ. συμπαγής] ΣΥΜΠΑΓΗΣ

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.