Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • στεριανός , ή, ό στε-ρια-νός επίθ.: που προέρχεται από τη στεριά ή σχετίζεται με αυτή: ~ός: αέρας. ~ό: λαούτο. Πβ. ηπειρωτικός. ΑΝΤ. νησιωτικός ● Ουσ.: στεριανός, στεριανή (ο/η): άτομο που ζει στη στεριά, μακριά από παραθαλάσσια μέρη. ΑΝΤ. θαλασσινός (1), νησιώτης, νησιώτισσα

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.