Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • στερόλη στε-ρό-λη ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΧ. ομάδα φυσικών πολυκυκλικών αλκοολών που αποτελούν παράγωγο των στεροειδών, υπάρχουν στις κυτταρικές μεμβράνες των ζωντανών οργανισμών και παίζουν σημαντικό ρόλο στις μεταβολικές διεργασίες τους: ζωική/φυτική ~. Βλ. -όλη, σιτο~, χολη~. [< γαλλ. stérol, 1913, αγγλ. sterol, 1913]

-όλη

-όλη: επίθημα σε ενώσεις με μία ή περισσότερες ομάδες αλκαλικού υδροξειδίου: αιθαν~ (= οινόπνευμα, βλ. αιθυλικός)/μεθαν~ (= ξυλόπνευμα, βλ. μεθυλικός). Βενζ~/προπαν~/φαιν~. Βλ. -άνιο.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.