Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • στερώ [στερῶ] στε-ρώ ρ. (μτβ.) {στερ-είς ..., -ώντας | στερ-ούμουν, στέρ-ησα, -ήσει, -ούμαι, -ήθηκα, -ηθεί, -ούμενος, -ημένος}: αφαιρώ, αρνούμαι σε κάποιον κάτι που του ανήκει, το έχει ανάγκη, το θέλει ή το δικαιούται: ~ από κάποιον την αγάπη/το βραβείο/το δικαίωμα (της απεργίας/του λόγου)/τη δυνατότητα (για κάτι)/την ελευθερία/την ελπίδα/την ευτυχία/τη ζωή (= τον σκοτώνω)/την ιθαγένεια/την πρόσβαση (σε ... )/τη χαρά (της δημιουργίας) (πβ. απο~). Ο θάνατός του ~ησε τον τόπο από μία σημαντική μορφή των γραμμάτων. Ο τραυματισμός τού ~ησε τη συμμετοχή στον αγώνα. ~ήθηκε την όρασή του (λόγω ατυχήματος)/τα πολιτικά του δικαιώματα (πβ. χάνω).|| (λόγ., + γεν.) Ο ιδιοκτήτης ~ήθηκε της κατοχής (του σπιτιού). Έχει ~ηθεί της εκλογιμότητας κατόπιν αποφάσεως δικαστηρίου. ΑΝΤ. παρέχω ● Παθ.: στερούμαι: έχω έλλειψη από κάτι απαραίτητο, σημαντικό: (+ αιτ.) ~ τα απολύτως απαραίτητα/τα προς το ζην. ~ήθηκε τα πάντα, για να μεγαλώσει τα παιδιά της. Θα ~ηθεί τη χαρά να … Δεν πρέπει να ~είσαι τον ύπνο. Στην παιδική ηλικία ~ήθηκε το μητρικό χάδι.|| (λόγ., + γεν.) Προτάσεις που ~ούνται λογικής/φαντασίας. Ερώτημα το οποίο ~είται ουσίας/περιεχομένου (= είναι κενό περιεχομένου). ΑΝΤ. διαθέτω (1), έχω (1) ● βλ. στερημένος [< αρχ. στερῶ]

στερημένος

στερημένος, η, ο στε-ρη-μέ-νος επίθ.: που έχει στερηθεί τα αναγκαία ή τις απολαύσεις: ~ος: άνθρωπος. ~η: γενιά. Πνευματικά/συναισθηματικά ~.|| Έζησε μια ζωή ~η από χαρά/(οικονομικά) ~η. Περιβάλλον ~ο από ερεθίσματα. Πβ. άδειος.|| Σεξουαλικά ~. ● επίρρ.: στερημένα ● βλ. στερώ [< μτχ. παθ. παρακ. του ρ. στερώ]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.