στερώ [στερῶ] στε-ρώ ρ. (μτβ.) {στερ-είς ..., -ώντας | στερ-ούμουν, στέρ-ησα, -ήσει, -ούμαι, -ήθηκα, -ηθεί, -ούμενος, -ημένος}: αφαιρώ, αρνούμαι σε κάποιον κάτι που του ανήκει, το έχει ανάγκη, το θέλει ή το δικαιούται: ~ από κάποιον την αγάπη/το βραβείο/το δικαίωμα (της απεργίας/του λόγου)/τη δυνατότητα (για κάτι)/την ελευθερία/την ελπίδα/την ευτυχία/τη ζωή (= τον σκοτώνω)/την ιθαγένεια/την πρόσβαση (σε ... )/τη χαρά (της δημιουργίας) (πβ. απο~). Ο θάνατός του ~ησε τον τόπο από μία σημαντική μορφή των γραμμάτων. Ο τραυματισμός τού ~ησε τη συμμετοχή στον αγώνα. ~ήθηκε την όρασή του (λόγω ατυχήματος)/τα πολιτικά του δικαιώματα (πβ. χάνω).|| (λόγ., + γεν.) Ο ιδιοκτήτης ~ήθηκε της κατοχής (του σπιτιού). Έχει ~ηθεί της εκλογιμότητας κατόπιν αποφάσεως δικαστηρίου. ΑΝΤ. παρέχω ● Παθ.: στερούμαι: έχω έλλειψη από κάτι απαραίτητο, σημαντικό: (+ αιτ.) ~ τα απολύτως απαραίτητα/τα προς το ζην. ~ήθηκε τα πάντα, για να μεγαλώσει τα παιδιά της. Θα ~ηθεί τη χαρά να … Δεν πρέπει να ~είσαι τον ύπνο. Στην παιδική ηλικία ~ήθηκε το μητρικό χάδι.|| (λόγ., + γεν.) Προτάσεις που ~ούνται λογικής/φαντασίας. Ερώτημα το οποίο ~είται ουσίας/περιεχομένου (= είναι κενό περιεχομένου). ΑΝΤ. διαθέτω (1), έχω (1) ● βλ. στερημένος [< αρχ. στερῶ]
στερημένος
στερημένος, η, ο στε-ρη-μέ-νος επίθ.: που έχει στερηθεί τα αναγκαία ή τις απολαύσεις: ~ος: άνθρωπος. ~η: γενιά. Πνευματικά/συναισθηματικά ~.|| Έζησε μια ζωή ~η από χαρά/(οικονομικά) ~η. Περιβάλλον ~ο από ερεθίσματα. Πβ. άδειος.|| Σεξουαλικά ~. ● επίρρ.: στερημένα ● βλ. στερώ [< μτχ. παθ. παρακ. του ρ. στερώ]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.