Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 3 εγγραφές  [0-3]


  • στεφάνι στε-φά-νι ουσ. (ουδ.) {στεφαν-ιού | -ιών} 1. κυκλικό πλέγμα από κλαδιά, σύρμα ή άλλο υλικό, συνήθ. με φύλλα ή άνθη, που τοποθετείται στο κεφάλι ως διακοσμητικό ή ως τιμητική διάκριση νικητών σε αγώνες και κατ΄ επέκτ. το έπαθλο, τα εύσημα: άνθινο/δάφνινο/χριστουγεννιάτικο ~. ~ αγριελιάς (για τους ολυμπιονίκες· ΣΥΝ. κότινος)/βελανιδιάς/κισσού/μυρτιάς. ~ από κλαδί ελιάς/φύλλο χρυσού. Πλέκω/φτιάχνω ένα ~. Βάζω/φορώ ~.|| Το ~ της δικαιοσύνης/της δόξας/της ζωής (: σε εκκλησιαστικά κείμενα)/της τιμής. Κατέκτησε/κέρδισε το ~ της νίκης. Δέχτηκε/έλαβε/πήρε το ~ του μάρτυρα/μαρτυρίου. ΣΥΝ. στέφανος (1) 2. κυκλικό πλέγμα μεγάλων διαστάσεων από σύρμα με φύλλα συνήθ. δάφνης ή άνθη, κυρ. γαρίφαλα ή/και τριαντάφυλλα, συνήθ. με ξύλινο υποστήριγμα, που τοποθετείται σε τάφο ή μνημείο προς τιμήν του νεκρού: επικήδειο ~. Στείλαμε ~ στην κηδεία της. Δάφνινο ~ κατατέθηκε στο μνημείο των πεσόντων/στη σορό του εκλιπόντος. 3. καθένα από τα στέφανα της γαμήλιας τελετής και συνεκδ. ο γάμος ή ο/η σύζυγος: νυφικό ~. Τα ~ια του γάμου. Πβ. κουλούρα.|| Βάζω ~ (= παντρεύομαι). (παρωχ.) Την έχει χωρίς ~ (: αστεφάνωτη, συζεί μαζί της). Εγώ τιμώ (: είμαι πιστός)/πατώ (: είμαι μοιχός) το ~ μου. Υπερασπίστηκε το ~ της. (ευχετ.) Να χαίρεσαι το ~ σου! 4. ΑΘΛ. όργανο της ρυθμικής γυμναστικής που μοιάζει με μεγάλο δακτύλιο και έχει διάμετρο ογδόντα ως ενενήντα εκατοστά και βάρος τριακόσια γραμμάρια· συνεκδ. το αντίστοιχο αγώνισμα. Βλ. ανσάμπλ, κορδέλα, κορύνα, μπάλα, σχοινάκι. 5. στεφάνη: ~ βαρελιού (πβ. τσέρκι)/τροχού.|| (ΑΘΛ.) Το ~ της μπασκέτας. Πβ. καλάθι. ● Υποκ.: στεφανάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: ακάνθινο/αγκάθινο στεφάνι βλ. ακάνθινος, μαγιάτικο στεφάνι βλ. μαγιάτικος [< μεσν. στεφάνιν 4: αγγλ. hoop]
  • στεφανιαίος , α, ο [στεφανιαῖος] στε-φα-νι-αί-ος επίθ. ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. 1. που έχει σχήμα στεφάνης, που περικλείει κάτι σαν στεφάνη: ~ος: λοβός (: δακτύλιος φλοιού γύρω από το πρόσθιο τμήμα του εγκεφαλικού στελέχους και του διάμεσου εγκεφάλου, που θεωρήθηκε ως υπόστρωμα του συναισθήματος· βλ. στεφανιαίο σύστημα). ~α: ραφή (: μεταξύ μετωπιαίου και βρεγματικών οστών του κρανίου)/τομή. ~ο: επίπεδο (: στο κρανίο· βλ. εγκάρσιο)/σύστημα (: λειτουργικά συσχετιζόμενες νευρικές δομές του εγκεφάλου που συνδέονται με τη συναισθηματική συμπεριφορά). 2. που σχετίζεται με τη στεφανιαία αρτηρία: ~ος: κόλπος (: φλεβικό στέλεχος που δέχεται το αίμα των καρδιακών φλεβών και το μεταφέρει στον δεξιό κόλπο). ~α: αγγειογραφία (= στεφανιογραφία)/αθηροσκλήρωση/ανεπάρκεια (: ανεπαρκής αιμάτωση των στεφανιαίων αρτηριών· βλ. έμφραγμα, καρδιακή ανεπάρκεια, στηθάγχη)/θρόμβωση/ισχαιμία/καρδιοπάθεια/κυκλοφορία/μονάδα (εντατικής θεραπείας)/ροή. ~ο: επεισόδιο/σύνδρομο. ~α: αγγεία (: οι στεφανιαίες αρτηρίες και φλέβες με τους κλάδους τους). Βλ. -ιαίος. ● ΣΥΜΠΛ.: στεφανιαία (αρτηρία): καθεμία από τις δύο αρτηρίες της καρδιάς που είναι κλάδοι της αορτής και τροφοδοτούν το μυοκάρδιο με αίμα: αριστερή/δεξιά ~ ~. Στένωση της ~ας ~ας λόγω αθηρωματικής πλάκας. Έμφραγμα/θρόμβωση/παθήσεις της ~ας. Εγχείρηση ~ας (= μπαϊπάς)., στεφανιαία (νόσος): πάθηση της καρδιάς που οφείλεται σε σκλήρυνση και στένωση των στεφανιαίων αγγείων, τα οποία διοχετεύουν αίμα στον καρδιακό μυ., αορτοστεφανιαία παράκαμψη βλ. αορτοστεφανιαίος [< μτγν. στεφανιαῖος, γαλλ. coronaire]
  • στεφανιογραφία στε-φα-νι-ο-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. ακτινογραφία των στεφανιαίων αρτηριών. Βλ. -γραφία. [< γαλλ. coronarographie]

ακάνθινος

ακάνθινος, η, ο [ἀκάνθινος] α-κάν-θι-νος επίθ. (λόγ.): αγκαθωτός, ακανθώδης: ~ο: σύρμα (του φράχτη).|| (μτφ.) ~ο: θέμα. ΣΥΝ. αγκάθινος ● ΣΥΜΠΛ.: ακάνθινο/αγκάθινο στεφάνι & (λόγ.) ακάνθινος στέφανος: στεφάνι από αγκάθια, που φόρεσαν στον Χριστό κατά τη σταύρωσή του· κατ' επέκτ. οτιδήποτε προκαλεί πόνο, βάσανα: το ~ ~ του Εσταυρωμένου/του μαρτυρίου.|| Το ~ ~ των ξεριζωμένων. [< αρχ. ἀκάνθινος]

ανσάμπλ

ανσάμπλ[ἀνσάμπλ] αν-σάμπλ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΑΘΛ. ομαδικό αγώνισμα της ρυθμικής γυμναστικής, με πέντε αθλήτριες να αγωνίζονται σε δύο προγράμματα (στο πρώτο με ένα όργανο και στο δεύτερο με συνδυασμό δύο οργάνων): η εθνική ομάδα του ~. Βλ. κορδέλα, κορύνα, μπάλα, στεφάνι, σχοινάκι. [< γαλλ. ensemble]

αορτοστεφανιαίος

αορτοστεφανιαίος, α, ο [ἀορτοστεφανιαῖος] α-ορ-το-στε-φα-νι-αί-ος επίθ.: μόνο στο ● ΣΥΜΠΛ.: αορτοστεφανιαία παράκαμψη & (σπάν.) στεφανιαία παράκαμψη: ΙΑΤΡ. μπαϊπάς.

-γραφία

-γραφία{-γραφιών} λεξικό επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. σύνταξη κειμένων συγκεκριμένου είδους και συνεκδ. το σύνολό τους· κατάλογος έργων· κειμενικό είδος: δημοσιο~/ειδησεο~/επιφυλλιδο~. Αλληλο~/αρθρο~.|| Βιβλιο~/φιλμο~.|| Βιο~/διηγηματο~/ηθο~/ιστοριο~/πεζο~/χρονο~. 2. γνωστικό αντικείμενο, επιστήμη: γεω~/εθνο~/λαο~/λεξικο~/παλαιο~/πετρο~/στρωματο~/χαρτο~/ωκεανο~. 3. τρόπο γραφής: κακο~/καλλι~/ορθο~. Στενο~.|| (ΛΟΓΙΣΤ.) Απλο~/διπλο~.|| (ΙΑΤΡ.) Α~/δυσ~. 4. τεχνική ή τέχνη αποτύπωσης, εκτύπωσης και κατ' επέκτ. το ίδιο το δημιούργημα: ελαιο~/λιθο~/ξυλο~/υδατο~/χαλκο~. Ξηρο~/τυπο~/φωτο~. Σκηνο~.|| Γελοιο~/θαλασσο~/ιχνο~/προσωπο~/τοιχο~/τοπιο~. Χορο~.|| Αγιο~/εικονο~. 5. ιατρική εξέταση και ειδικότ. διαγνωστική απεικόνιση: αγγειο~ (πβ. -γράφημα)/αρτηριο~/μαστο~.

έμφραγμα

έμφραγμα[ἔμφραγμα] έμ-φραγ-μα ουσ. (ουδ.) 1. ΙΑΤΡ. ισχαιμική νέκρωση τμήματος του μυοκαρδίου, που οφείλεται σε αιφνίδια απόφραξη στεφανιαίας αρτηρίας: οξύ ~. Αιτίες (: αθηροκλήρωση, αιμορραγία, εμβολή, σπασμός των στεφανιαίων)/διάγνωση (: με ηλεκτροκαρδιογράφημα)/ενδείξεις (: ακανόνιστος καρδιακός χτύπος, δύσπνοια, εφίδρωση, πόνος στην άνω κοιλιακή χώρα συνήθ. με εμετό, σφίξιμο στο στήθος)/επιπλοκές (: ανεύρυσμα, αρρυθμίες, θρομβοεμβολικό επεισόδιο, καρδιακή ανεπάρκεια, ρήξη θηλοειδών μυών)/θεραπεία (: θρομβολυτικά φάρμακα, μπαλόνι, στεντ)/προδιαθεσικοί παράγοντες (: ηλικία, ιστορικό, καθιστική ζωή, κάπνισμα, παχυσαρκία, σακχαρώδης διαβήτης, στρες, υπέρταση) ~ατος. Έπαθε/πέρασε ~. Βλ. ανακοπή, εγκεφαλικό, κολπική μαρμαρυγή. 2. (μτφ.) απότομη διακοπή ή εμπλοκή, συνήθ. εξαιτίας μεγάλης ζήτησης ή συσσώρευσης: ~ στη διάθεση του πετρελαίου. ● ΣΥΜΠΛ.: έμφραγμα του μυοκαρδίου βλ. μυοκάρδιο, κυκλοφοριακή συμφόρηση βλ. κυκλοφοριακός [< αρχ. ἔμφραγμα ‘φραγμός, εμπόδιο’, γαλλ. infarctus]

-ιαίος

-ιαίος, α, ο λόγιο επίθημα για την παραγωγή επιθέτων κυρ. από ουσιαστικά∙ δηλώνει 1. διάρκεια ή επανάληψη σε τακτά χρονικά διαστήματα: στιγμ~/ωρ~.|| Eβδομαδ~/μην~. 2. μέρος του σώματος: κροταφ~ (= κροταφικός)/μετωπ~ (λοβός). Μηρ-ιαίο (οστό). Γλουτ-ιαίοι (μύες). 3. τρόπο: βαθμ~/κατακλυσμ~. 4. μέγεθος ή ποσότητα: γιγαντ~ (πβ. -ιος)/κολοσσ~/σπιθαμ~.|| Εκατοστ~/ποσοστ~.

μαγιάτικος

μαγιάτικος, η, ο μα-γιά-τι-κος επίθ.: που χαρακτηρίζει ή γίνεται τον μήνα Μάιο: ~η: βροχή/μέρα. ~ο: πρωινό/τριαντάφυλλο. Βλ. -ιάτικος, πρωτο~. ● Ουσ.: μαγιάτικο (το): ΙΧΘΥΟΛ. είδος μεγάλου πελαγικού ψαριού (επιστ. ονομασ. Seriola dumerili) με γκρίζο-ασημί χρώμα, που ψαρεύεται κυρ. τον Μάιο. Βλ. αφρόψαρο. ● ΣΥΜΠΛ.: μαγιάτικο στεφάνι: ΛΑΟΓΡ. που φτιάχνεται την Πρωτομαγιά από διάφορα λουλούδια και τοποθετείται συνήθ. στις πόρτες των σπιτιών. ΣΥΝ. Μάης (2)

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.