ακάνθινος, η, ο [ἀκάνθινος] α-κάν-θι-νος επίθ. (λόγ.): αγκαθωτός, ακανθώδης: ~ο: σύρμα (του φράχτη).|| (μτφ.) ~ο: θέμα. ΣΥΝ. αγκάθινος ● ΣΥΜΠΛ.: ακάνθινο/αγκάθινο στεφάνι & (λόγ.) ακάνθινος στέφανος: στεφάνι από αγκάθια, που φόρεσαν στον Χριστό κατά τη σταύρωσή του· κατ' επέκτ. οτιδήποτε προκαλεί πόνο, βάσανα: το ~ ~ του Εσταυρωμένου/του μαρτυρίου.|| Το ~ ~ των ξεριζωμένων. [< αρχ. ἀκάνθινος]
ανσάμπλ[ἀνσάμπλ] αν-σάμπλ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΑΘΛ. ομαδικό αγώνισμα της ρυθμικής γυμναστικής, με πέντε αθλήτριες να αγωνίζονται σε δύο προγράμματα (στο πρώτο με ένα όργανο και στο δεύτερο με συνδυασμό δύο οργάνων): η εθνική ομάδα του ~. Βλ. κορδέλα, κορύνα, μπάλα, στεφάνι, σχοινάκι. [< γαλλ. ensemble]
αορτοστεφανιαίος, α, ο [ἀορτοστεφανιαῖος] α-ορ-το-στε-φα-νι-αί-ος επίθ.: μόνο στο ● ΣΥΜΠΛ.: αορτοστεφανιαία παράκαμψη & (σπάν.) στεφανιαία παράκαμψη: ΙΑΤΡ. μπαϊπάς.
-γραφία{-γραφιών} λεξικό επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. σύνταξη κειμένων συγκεκριμένου είδους και συνεκδ. το σύνολό τους· κατάλογος έργων· κειμενικό είδος: δημοσιο~/ειδησεο~/επιφυλλιδο~. Αλληλο~/αρθρο~.|| Βιβλιο~/φιλμο~.|| Βιο~/διηγηματο~/ηθο~/ιστοριο~/πεζο~/χρονο~. 2. γνωστικό αντικείμενο, επιστήμη: γεω~/εθνο~/λαο~/λεξικο~/παλαιο~/πετρο~/στρωματο~/χαρτο~/ωκεανο~. 3. τρόπο γραφής: κακο~/καλλι~/ορθο~. Στενο~.|| (ΛΟΓΙΣΤ.) Απλο~/διπλο~.|| (ΙΑΤΡ.) Α~/δυσ~. 4. τεχνική ή τέχνη αποτύπωσης, εκτύπωσης και κατ' επέκτ. το ίδιο το δημιούργημα: ελαιο~/λιθο~/ξυλο~/υδατο~/χαλκο~. Ξηρο~/τυπο~/φωτο~. Σκηνο~.|| Γελοιο~/θαλασσο~/ιχνο~/προσωπο~/τοιχο~/τοπιο~. Χορο~.|| Αγιο~/εικονο~. 5. ιατρική εξέταση και ειδικότ. διαγνωστική απεικόνιση: αγγειο~ (πβ. -γράφημα)/αρτηριο~/μαστο~.
έμφραγμα[ἔμφραγμα] έμ-φραγ-μα ουσ. (ουδ.) 1. ΙΑΤΡ. ισχαιμική νέκρωση τμήματος του μυοκαρδίου, που οφείλεται σε αιφνίδια απόφραξη στεφανιαίας αρτηρίας: οξύ ~. Αιτίες (: αθηροκλήρωση, αιμορραγία, εμβολή, σπασμός των στεφανιαίων)/διάγνωση (: με ηλεκτροκαρδιογράφημα)/ενδείξεις (: ακανόνιστος καρδιακός χτύπος, δύσπνοια, εφίδρωση, πόνος στην άνω κοιλιακή χώρα συνήθ. με εμετό, σφίξιμο στο στήθος)/επιπλοκές (: ανεύρυσμα, αρρυθμίες, θρομβοεμβολικό επεισόδιο, καρδιακή ανεπάρκεια, ρήξη θηλοειδών μυών)/θεραπεία (: θρομβολυτικά φάρμακα, μπαλόνι, στεντ)/προδιαθεσικοί παράγοντες (: ηλικία, ιστορικό, καθιστική ζωή, κάπνισμα, παχυσαρκία, σακχαρώδης διαβήτης, στρες, υπέρταση) ~ατος. Έπαθε/πέρασε ~. Βλ. ανακοπή, εγκεφαλικό, κολπική μαρμαρυγή. 2. (μτφ.) απότομη διακοπή ή εμπλοκή, συνήθ. εξαιτίας μεγάλης ζήτησης ή συσσώρευσης: ~ στη διάθεση του πετρελαίου. ● ΣΥΜΠΛ.: έμφραγμα του μυοκαρδίου βλ. μυοκάρδιο, κυκλοφοριακή συμφόρηση βλ. κυκλοφοριακός [< αρχ. ἔμφραγμα ‘φραγμός, εμπόδιο’, γαλλ. infarctus]
-ιαίος, α, ο λόγιο επίθημα για την παραγωγή επιθέτων κυρ. από ουσιαστικά∙ δηλώνει 1. διάρκεια ή επανάληψη σε τακτά χρονικά διαστήματα: στιγμ~/ωρ~.|| Eβδομαδ~/μην~. 2. μέρος του σώματος: κροταφ~ (= κροταφικός)/μετωπ~ (λοβός). Μηρ-ιαίο (οστό). Γλουτ-ιαίοι (μύες). 3. τρόπο: βαθμ~/κατακλυσμ~. 4. μέγεθος ή ποσότητα: γιγαντ~ (πβ. -ιος)/κολοσσ~/σπιθαμ~.|| Εκατοστ~/ποσοστ~.
μαγιάτικος, η, ο μα-γιά-τι-κος επίθ.: που χαρακτηρίζει ή γίνεται τον μήνα Μάιο: ~η: βροχή/μέρα. ~ο: πρωινό/τριαντάφυλλο. Βλ. -ιάτικος, πρωτο~. ● Ουσ.: μαγιάτικο (το): ΙΧΘΥΟΛ. είδος μεγάλου πελαγικού ψαριού (επιστ. ονομασ. Seriola dumerili) με γκρίζο-ασημί χρώμα, που ψαρεύεται κυρ. τον Μάιο. Βλ. αφρόψαρο. ● ΣΥΜΠΛ.: μαγιάτικο στεφάνι: ΛΑΟΓΡ. που φτιάχνεται την Πρωτομαγιά από διάφορα λουλούδια και τοποθετείται συνήθ. στις πόρτες των σπιτιών. ΣΥΝ. Μάης (2)
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ