στιβάδα στι-βά-δα ουσ. (θηλ.) , (εσφαλμ.) στοιβάδα 1. καθένα από τα στρώματα πυκνής ομοιογενούς ύλης: επιφανειακή/θαλάσσια ~. ~ αερίου/εδάφους (= ορίζοντας)/ιζήματος/ορυκτού. Βλ. χιονο~.|| (ΒΙΟΛ. για ιστό:) Οι ~ες των αγγείων/του δέρματος (: εξωτερική ~. ΣΥΝ. επιδερμίδα· εσωτερική ~. ΣΥΝ. χόριο, υποδόριος ιστός)/της καρδιάς/των κυττάρων. Μυϊκή ~. Βασική/διαυγής/κεράτινη/κοκκιώδης ~ της επιδερμίδας.2. ΦΥΣ.-ΧΗΜ. επίπεδο που χαρακτηρίζει την κατάσταση ενός συγκεκριμένου αριθμού ηλεκτρονίων, τα οποία συνδέονται με έναν πυρήνα: ατομική ~. Τα ηλεκτρόνια της εξωτερικής ~ας (= ηλεκτρόνια σθένους). Δομή σε ~ες. ● ΣΥΜΠΛ.: στρώμα/στιβάδα του όζοντος βλ. όζον [< αρχ. στιβάς, γαλλ. couche]
όζον
όζον [ὄζον] ό-ζον ουσ. (ουδ.) {όζ-οντος}: ΧΗΜ. ασταθές, δύσοσμο αέριο γαλάζιου χρώματος το οποίο αποτελεί αλλοτροπική, τριατομική μορφή του οξυγόνου (σύμβ. O₃) και βρίσκεται στα ανώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας: ~ της στρατόσφαιρας (: καλό ~)/τροπόσφαιρας (: κακό ~). Ασπίδα/ζώνη/καταστροφή/μέτρηση/τιμές του ~οντος. Το ~ ως ισχυρό οξειδωτικό μέσο. Αύξηση ρεκόρ (των επιπέδων) του ~οντος. Βλ. φαινόμενο του θερμοκηπίου.|| (ΙΑΤΡ.) Η θεραπεία με ~ (= οζονοθεραπεία) ως εναλλακτική αγωγή κατά του καρκίνου. ● ΣΥΜΠΛ.: στρώμα/στιβάδα του όζοντος: ΜΕΤΕΩΡ. ανώτερο στρώμα της στρατόσφαιρας στο οποίο παρατηρείται υψηλή συγκέντρωση όζοντος, απαραίτητη για την απορρόφηση της υπεριώδους ακτινοβολίας. ΣΥΝ. οζονόσφαιρα [< αγγλ. ozone layer, 1927] , τρύπα του όζοντος: ΜΕΤΕΩΡ. μείωση της συγκέντρωσης του όζοντος σε μια περιοχή της στρατόσφαιρας με αποτέλεσμα την είσοδο της υπεριώδους ακτινοβολίας στα κατώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας: Η ~ ~ μεγαλώνει πάνω από την Ανταρκτική. Βλ. χλωροφθοράνθρακες. [< αγγλ. ozone hole, 1986] [< γερμ. Ozon < ουδ. μτχ. εν. του ρ. ὄζω, αγγλ.-γαλλ. ozone]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.