στιλίστας στι-λί-στας ουσ. (αρσ.) {θηλ. στιλίστρια} & στυλίστας 1. επαγγελματίας που συμβουλεύει σε θέματα στιλ, διαμορφώνει την εικόνα δημόσιων προσώπων ή επιμελείται την αισθητική χώρου, εκπομπής ή άλλου καλλιτεχνικού γεγονότος: Τον ντύνει ~. Δεν πάει πουθενά χωρίς τον ~α και τον κομμωτή της. Βλ. ίματζ μέικερ.2. συγγραφέας με καλά δουλεμένο και χαρακτηριστικό ύφος: ~ της γλώσσας/της γραφής/του λόγου. Βλ. -ίστας. [< γαλλ. styliste, ιταλ. stilista]
ίματζ
ίματζ[ἴματζ] ί-ματζ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} (προφ.): δημόσια εικόνα προσώπου, θεσμού, προϊόντος, η οποία προβάλλει κυρ. τα θετικά του στοιχεία μέσα από τα ΜΜΕ: πολιτικό ~. Καλλιεργεί/φτιάχνει/χτίζει το ~ του επιτυχημένου. Με τη συμπεριφορά του βλάπτει/χαλάει το ~ της ομάδας. Το ~ της εταιρείας στην αγορά. Πβ. γόητρο, κύρος, πρεστίζ. Βλ. προφίλ, στάτους. [< αγγλ. (public) image, 1908]
-ίστας
-ίστας{θηλ. -ίστρια κ. -ίστα} επίθημα αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνουν πρόσωπο και ειδικότ. 1. μουσικό: ακορντεον~/βιολ~/κιθαρ~/μπασ~/σαξοφων~. Πιαν~ κ. (θηλ.) πιαν-ίστρια/-ίστα.2. άτομο με συγκεκριμένη ιδιότητα ή χαρακτηριστικό: νομπελ~. Τουρ~/χιουμορ~/χομπ~.|| (μειωτ.) Δημοσιοσχετ~/καριερ~/λομπ~.3. επαγγελματία ή ερασιτέχνη: βολεϊμπολ~/γραφ~/πολ~. Κεραμ~ κ. (θηλ.) κεραμ-ίστρια.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.