Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • στιλίστας στι-λί-στας ουσ. (αρσ.) {θηλ. στιλίστρια} & στυλίστας 1. επαγγελματίας που συμβουλεύει σε θέματα στιλ, διαμορφώνει την εικόνα δημόσιων προσώπων ή επιμελείται την αισθητική χώρου, εκπομπής ή άλλου καλλιτεχνικού γεγονότος: Τον ντύνει ~. Δεν πάει πουθενά χωρίς τον ~α και τον κομμωτή της. Βλ. ίματζ μέικερ. 2. συγγραφέας με καλά δουλεμένο και χαρακτηριστικό ύφος: ~ της γλώσσας/της γραφής/του λόγου. Βλ. -ίστας. [< γαλλ. styliste, ιταλ. stilista]

ίματζ

ίματζ[ἴματζ] ί-ματζ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} (προφ.): δημόσια εικόνα προσώπου, θεσμού, προϊόντος, η οποία προβάλλει κυρ. τα θετικά του στοιχεία μέσα από τα ΜΜΕ: πολιτικό ~. Καλλιεργεί/φτιάχνει/χτίζει το ~ του επιτυχημένου. Με τη συμπεριφορά του βλάπτει/χαλάει το ~ της ομάδας. Το ~ της εταιρείας στην αγορά. Πβ. γόητρο, κύρος, πρεστίζ. Βλ. προφίλ, στάτους. [< αγγλ. (public) image, 1908]

-ίστας

-ίστας{θηλ. -ίστρια κ. -ίστα} επίθημα αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνουν πρόσωπο και ειδικότ. 1. μουσικό: ακορντεον~/βιολ~/κιθαρ~/μπασ~/σαξοφων~. Πιαν~ κ. (θηλ.) πιαν-ίστρια/-ίστα. 2. άτομο με συγκεκριμένη ιδιότητα ή χαρακτηριστικό: νομπελ~. Τουρ~/χιουμορ~/χομπ~.|| (μειωτ.) Δημοσιοσχετ~/καριερ~/λομπ~. 3. επαγγελματία ή ερασιτέχνη: βολεϊμπολ~/γραφ~/πολ~. Κεραμ~ κ. (θηλ.) κεραμ-ίστρια.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.